TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Η παλιά Λαμία

Η παλιά Λαμία
[Νοσταλγικές αναμνήσεις]
της Ελένης Περάκη

Μου χάρισαν ένα βιβλίο, μια έρευνα, για την ιστορία της πόλης που ζούμε. Τίτλος του: "Λαμία" του Γ. Πλατή.
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του, ξύπνησαν μέσα μου τα παιδικά μου χρόνια. Ένιωσα ένα δυνατό σπρώξιμο του μυαλού μου προς τα πίσω κι ένα χέρι να οδηγεί το δικό μου, σε μια κόλλα χαρτιού, να γράφει γρήγορα όσα έζησε στην ταραγμένη γεμάτη φτώχεια, κατοχή, τον πόλεμο, τον εμφύλιο, απ’ το 1940 και μετά.
Θα προσπαθήσω, να περιγράψω τη ζωή της πόλης μας με αφορμή την έρευνα, όπως εγώ την έζησα. Αλλά... πριν να σας διηγηθώ, πώς βρέθηκε η οικογένεια μου, από ένα μικρό συνοικισμό βόρεια της πόλης τα "Γαλανέικα" στο κέντρο δίπλα απ’ τη Μητρόπολη.
Οι Γερμανοί, μπαίνοντας στη Λαμία, ό,τι εύρισκαν μπροστά τους το κατέστρεφαν ή το άρπαζαν. Πληρώσαμε και εμείς το τίμημα του πολέμου. Οι γονείς μου έτρεφαν πολλές αγελάδες σε σταύλο δίπλα απ’ το σπίτι μας και τροφοδοτούσαν, όπως οι περισσότερες οικογένειες του συνοικισμού, τους κατοίκους με προϊόντα των ζώων τους γάλα, κρέας κλπ. Όμως τις έσφαξαν όλες, άρπαξαν το νοικοκυριό και εμείς μείναμε χωρίς ψωμί. Στην απόγνωση τους οι γονείς μας, πούλησαν όσο - όσο το κτήμα με το σπίτι και με πέντε κουτσούβελα, κατέβηκαν στο κέντρο της πόλης. Εγκατασταθήκαμε, σ' ένα μισογκρεμισμένο, αρχοντικό κοντά στη Μητρόπολη, που διατηρούσε ακόμη δύο δωμάτια πάνω, δύο κάτω, κατοικήσιμα, τα οποία έμελλε να είναι το σπίτι μας πια, για πολλά χρόνια και να γεννηθεί εκεί το έκτο παιδί της οικογένειας.
Με το που μπήκαν οι Γερμανοί, οι περισσότεροι κάτοικοι έφυγαν στα χωριά, στα βουνά, στα δάση. Απερίγραπτη η διαβίωση. Φαντασθείτε τη μητέρα μας, να ζυμώνει πάνω σε τραπεζομάντηλο το λιγοστό αλεύρι, που κουβαλούσαμε μαζί και να το ψήνει στη χόβολη. Όταν γυρίσαμε σπίτια μας, τρεις φορές έπιασαν αιχμάλωτο τον πατέρα μας στη διάρκεια της κατοχής. Στην Υπάτη φυλακίσθηκε, αλλά αφέθηκε ελεύθερος μαζί με μερικούς άλλους. Τη δεύτερη φορά, όρμησαν ξαφνικά στα σπίτια, μάζεψαν όσους άνδρες κατάφεραν να βρουν, τους έβαλαν τρεις-τρεις με τα χέρια στο κεφάλι, έκαναν μια μακριά φάλαγγα απ’ την πλατεία Λαού έως το γήπεδο. Εκεί διάλεξαν αρκετούς τους οποίους εκτέλεσαν στην Ξηριώτισσα. Εμείς είχαμε τύχη.

Τρίτωσε όμως το κακό, όταν με τον κουμπάρο του πήγε στη Λάρισα, κάνοντας εμπόριο καπνών. Σε μπλόκο πιάστηκαν και οι δύο. Τουφέκισαν τον κουμπάρο αλλά ευτυχώς ο πατέρας μας γύρισε.
Όσο βρίσκονταν στη Λαμία οι Γερμανοί είχαν στρατοπεδεύσει σ' όλο το νομό ακόμα και στην πλατεία "Ελευθερίας". Τους έβλεπες γυμνούς απ' τη μέση και πάνω μέσ’ το χειμώνα, να πλένονται έξω στο κρύο, στο χιόνι ροδοκόκκινοι χωρίς να κρυώνουν.
Φεύγουν όλοι, Γερμανοί, Ιταλοί, Εγγλέζοι. Ελευθερώνεται η Λαμία και οι κάτοικοι προσπαθούν πια να βάλουν τάξη στη ζωή τους. Πρώτη έννοια η τροφή. Γραφικοί τύποι ξεφυτρώνουν σιγά - σιγά. Μανάβηδες με γαϊδουράκια φορτωμένα καφάσια με λαχανικά διαλαλούσαν από γειτονιά σε γειτονιά με αστείο τρόπο τις περισσότερες φορές. Γιουρτούλα... γιαουρτούλα... γιουρτούλα. Τόσο αστεία, που όσες φορές κι αν το ακούγαμε την ημέρα γελούσαμε. Γάλα! γάλα! πρωί πρωί. Καστανάδες με βρασμένα κάστανα στο καροτσάκι ή ψημένα στη φουφού, στις γωνιές των δρόμων. Χαλκώματα γανώνουν!
Η κτηνοτροφία σε μεγάλη ανάπτυξη. Μεγαλοτσελιγκάδες, όπως ο Βελέντζας είχαν το χρυσό κουδούνι δηλ. πάνω απ' τα 1000 πρόβατα και 400 γίδια που λέει και το τραγούδι. Είχε ωραιότατο αρχοντικό στην οδό Αινιάνων με πανάκριβα έπιπλα και στολίδια.
Οι Λαμιώτες είναι χαρούμενοι άνθρωποι, κατά τη γνώμη μου και καλοφαγάδες. Έτσι, εξηγούνται, νομίζω οι πολλές ψησταριές στα στενά, οι ταβέρνες, που όταν περνούσες έσπαζε η μύτη σου απ’ τις μυρωδιές των ψητών αρνιών, κοκορετσιών, όλο το χρόνο και το χειμώνα ροδοκόκκινα γουρουνόπουλα, που όμως δεν τα βλέπω πια.
Είχαμε νυφοπάζαρο. Ναι, ήταν η πλατεία "Ελευθερίας" η βόλτα των κοριτσιών και νεαρών, βλέμματα όλο νόημα και μετά το προξενείο.
Εδώ στην πλατεία αυτή, στη νομαρχία σήμερα, ήταν η Εθνική Τράπεζα κάτω και πάνω η κατοικία του διευθυντή. Θυμάμαι έναν απ’ αυτούς τον κ. Τσεργά, γιατί στην εποχή του είχε φιλοξενήσει τους βασιλείς Γεώργιο Β' Παύλο και Φρειδερίκη. Αυτή η πλατεία, αν είχε στόμα, πόσα θα είχε να διηγηθεί... Λόγους πολιτικών, όπως του Γ. Παπανδρέου, Καραμανλή απ' τον εξώστη του ξενοδοχείου που έγινε σήμερα "Δημαρχείο" με λαοθάλασσα κάτω.
Καιρός όμως να περιγράψω την άποψη της πόλης όπως τη θυμάμαι...
Οι κατακτητές, όταν μπήκαν στην πόλη, στην είσοδο της, από το Δομοκό, τοποθέτησαν μπάρα και πολυβολείο με σκοπούς, το λεγόμενο "Φόρο", ενώ λίγο πιο πέρα, στην αρχή του δρόμου προς την Αγ. Παρασκευή, έτρεχε άφθονο νερό σε μια δεξαμενή, όπου οι γυναίκες της συνοικίας έπλεναν με τον κόπανο τα χονδρά ρούχα. Ο "φόρος", ήταν ακριβώς στη θέση, που είναι σήμερα το φανάρι, στον Αγ. Αθανάσιο, που τότε ήταν ένα μικρό εκκλησάκι και λίγα μέτρα πιο πέρα στην οδ. Τυμφρηστού το περιφερειακό του Αγ. Λουκά, το περίφημο μυλαύλακο, που γύριζε το μύλο στον κάμπο και πότιζε τα περιβόλια απ’ την Αγ. Παρασκευή και κάτω.
    Απ’ το φόρο και κάτω άρχιζε, ένας υπέροχος δρόμος, με καταπράσινα πλατάνια (υπάρχουν και σήμερα), που σχημάτιζαν θόλο ψηλά, κρύβοντας τον ουρανό, ενώ αμέτρητα πουλιά τιτίβιζαν τα καλοκαίρια στις φυλλωσιές τους. Δεξιά και αριστερά του μόνο χωράφια με παπαρούνες την άνοιξη, σιτάρια τα καλοκαίρια μέχρι το εξοχικό κέντρο "Ανοιξη", που άρχιζε η κυρίως Λαμία. Στο ύψος της Ακαδημίας σήμερα, ακριβώς στο ίδιο σημείο, υπήρχε το δασικό φυτώριο, μ’ ένα υπέροχο παραδοσιακό σπίτι, το σπίτι του δασάρχη με παράξενα και σπάνια δένδρα. Πεύκα στόλιζαν το δρόμο, κατεβαίνοντας, προς το κέντρο με μια παράλληλη, πλατιά ρεματιά, κρυμμένη ανάμεσα στα πυκνά καλάμια. Πόσοι άνθρωποι, Πέρσες, Τούρκοι, Γερμανοί κατακτητές και μη, πέρασαν από εδώ, απ' αυτό τον ίδιο δρόμο, που ενώνει τη βόρεια με τη νότια Ελλάδα σαν κόμπος, μια και ευρίσκεται στη μέση του κορμού της πατρίδας μας.
Στο ύψος του γηπέδου, στην οδό Υψηλάντου, ήταν περιβόλι με ελιές, αργότερα εξοχικό κέντρο, το οποίο δεν κράτησε όμως πολύ. Το ίδιο και ένα άλλο δίπλα απ' το γήπεδο κρυμμένο μέσ’ τα δένδρα, κράτησε τόσο όσο υπήρχε το στρατόπεδο στο χώρο του γηπέδου των μαυροσκούφηδων με τα άρματα μάχης. Η καταπράσινη στοά από πεύκα, υπάρχουν 2-3 σήμερα, οδηγούσε στο κοσμικό κέντρο "Άνοιξη", απ' το οποίο πέρασαν οι σπουδαιότεροι τραγουδιστές του τότε και χόρεψαν οι κόρες της πόλης τις Κυριακές! Γωνία της οδ. Υψηλάντου - Μακροπούλου ήταν το χειμερινό και απέναντι το θερινό με πίστες χορού και ορχήστρα ζωντανή. Τα γκαρσόνια περνούσαν κάθετα το δρόμο με το δίσκο φορτωμένο στο χέρι πήγαιναν τα ποτά, στα τραπεζάκια ανάμεσα στις πρασινάδες. Τώρα, πολυκατοικίες σάρωσαν όλη εκείνη την ομορφιά. Παιδικός σταθμός ο ελαιώνας του Καφάση σούπερ μάρκετ η μάντρα, που μέσα της έκλεινε τις πλούσιες οικογένειες Καμάρα. Περνούσες και νόμιζες ότι είσαι κοντά σε ποτάμι με καταρράκτες, απ' το θόρυβο που έκαναν τα πολλά νερά, απ' τις πηγές που ανάβλυζαν εκεί και κατά μήκος του δρόμου συναντούσες αρκετές τέτοιες.
Ποιος δεν θυμάται του Βαλτινού ή τη βρύση που έτρεχε απέναντι απ' το φούρνο του Μούρτζου, μπροστά απ' την όμορφη ταβερνίτσα του Παπαλέξη με τα πολλά κορίτσια! Αριστερά, δεξιά, αρχοντικά πνιγμένα στις τριανταφυλλιές, με κιόσκια χορού και σιντριβάνια των αδελφών Κονταξή, που διατηρούσαν το μάρκετ της εποχής στην οδό Ρ. Φεραίου;
Κολλητά, του μισοτελειωμένου θεάτρου που δεν τέλειωσε ποτέ, παρόλο, που ο δωρητής Κουτσοχέρας έδινε και ξανάδινε χρήματα κάθε φορά, που του ζητούσαν, για να τελειώσει επιτέλους και ποτέ δεν έφταναν, για να ιδεί χαραγμένο τ' όνομα του σ' αυτό, όπως του είχαν υποσχεθεί. Όσο ήταν κτισμένο έμοιαζε με το κολοσσαίο της Ρώμης, έστεκε και στέκει υπερήφανο, το γυμνάσιο αρρένων, απ' τα παλαιότερα κτίσματα της Λαμίας, στις αίθουσες του οποίου διδάχτηκαν τα γράμματα αμέτρητοι μαθητές, που άλλοι διέπρεψαν στις επιστήμες, το εμπόριο ή έγιναν οικογενειάρχες.
    Από εδώ και κάτω αρχίζουν μεγάλα ονόματα της πόλης και τονίζω, ότι όλοι είχαν υπέροχα μεγάλα σπίτια, όσα δεν γκρεμίσθηκαν απ' τους βομβαρδισμούς των Γερμανών φυσικά, με όλες τις ανέσεις του καιρού τους. Στην απέναντι γωνία του γυμνασίου αρρένων η οικογένεια Παπασιοπούλου, χειρούργος ο κύριος, δήμαρχος αργότερα, μικροβιολόγος η κυρία, διατηρούσαν κλινική - ιατρείο, η οποία στην κατοχή είχε επιταχθεί και είχε γίνει αρχηγείο των Ιταλών αξιωματικών ή (Φενάντσα), όπως θυμάμαι, να την ονομάζουν. Γύρω γύρω οι γιατροί Παπαδήμας πατέρας του σημερινού υπουργού, Αναγνώστου Κολοκυθάς, δικηγόροι, υπάλληλοι κ.λ.π. και ένα εργοστάσιο υφαντουργίας των Μαχαιρά με πολλούς εργάτες και κατάστημα δικό τους με υφάσματα παραγωγής τους και βαφές.
Στο φούρνο, που υπάρχει σήμερα, υπήρχε μια απ’ τις πιο ψηλές πολυκατοικίες με πάρα πολλές οικογένειες μέσα. Γκρεμισμένα συνεχόμενα κτίρια σωροί από πέτρες και μετά η αδυναμία η δική μου. Οι κινηματογράφοι. Τα παλιά τα σινεμά. Παλλάς, Ρεξ, Μιάμι, Απόλλων. Το "Μιάμι" ήταν ένα τεράστιο κτίριο πολυώροφο, έμοιαζε με το κάστρο με μια μεγάλη αλάνα μπροστά και την οθόνη στο βάθος πνιγμένη στις περικοκλάδες και τα γιασεμιά. Το κτίριο το γέμιζαν οι φωνές των παιδιών των καταδιωκομένων οικογενειών απ' τα χωριά που ζούσαν εδώ. Εδώ, ακριβώς απέναντι ζούσε η μοναδική γυναίκα φωτογράφος, με πάρα πολύ φωτογραφικό αρχείο η κ. Μαριγούλα Χατζή βασιλείου με τις αδελφές της. Στην πείνα, δυστυχώς πέθαναν οι δύο, παρότι είχαν πολύ περιουσία, δεν πουλούσαν όμως τίποτα για να ζήσουν, όπως έκαναν, οι περισσότερες οικογένειες και τελικά το κτίριο έγινε δημοτικό, αφού το χάρισε η επιζήσασα φωτογράφος, όταν γέρασε, όπως και τα οικόπεδα στο χειμερινό θέατρο και ορφανοτροφείο θηλέων.
Δεν θα ξεχάσω το "Πανελλήνιο" θέατρο το θερινό. Εδώ ο Αποστολάκης ο νάνος, ο Μυλωνάς, δίδυμο τύπου Φωτόπουλος - Ηλιόπουλος ξεκαρδιστικοί κωμικοί, τα Καλουτάκια έδιναν χαρά στους Λαμιώτες. Που ήταν; Μα εδώ στα χαλάσματα των κτηρίων, εκεί που είναι το δασαρχείο σήμερα, ενώ στη γωνιά της καφετέριας, ένα κομψοτέχνημα περίπτερο κυκλικό σαν το παλιό κέντρο Αγ. Λουκά. Το είχε, ένας καλοκάγαθος άνδρας τεράστιος στις διαστάσεις, αλλά με χρυσή καρδιά ο "μπάρμπα Γιάννης" μας χάριζε καμιά καραμελίτσα "ραντεβού" ροζ!
Α! εδώ ήταν όλα τα νιάτα της γύρω περιοχής. Τα βράδια τα καλοκαιρινά μαζεύονταν στην οδ. Καζούλη (ήταν το στέκι) κάτω απ' την κολώνα της ηλεκτρικής, όπως λεγόταν τότε και βούιζε ο τόπος απ' τις συζητήσεις επιπέδου, τα φλερτ, την πολιτική και στο διάβα της νύχτας, έπιαναν τα τραγούδια. Πατριωτικά κατά κύριο λόγο στην αρχή, με πολλές φωνές πρώτη, δευτέρα, τρίτη. "Εμπρός, εμπρός της Ελλάδος παιδιά" και άλλα τέτοια εθνικά εμβατήρια, καντάδες ανάλογα με τα κέφια της στιγμής και γύρω στα βομβαρδισμένα σπίτια, οικογένειες, δύο και τρεις στο καθένα πολυμελείς, με κυρίως πολλά κορίτσια. Κάτι κοπέλες, σαν τα κρύα νερά, άβαφες, γνήσιες. Αφροδίτες μερικές που γλυκοκοίτα­ζαν τους νεαρούς από μακριά.
Σ’ ένα απ’ τα σπίτια, που σας περιγράφω, ζούσε η οικογένεια Πασχάλη δύο κόρες και ένας γιος. Η μια απ' αυτές η Ελένη ήταν δασκάλα γύρω στα είκοσι. Ήμουν τόσο δα κοριτσάκι, μόλις άρχιζα το σχολείο και εκείνη είχε γίνει η πιο καλή μου φίλη, η δασκάλα μου, η μούσα μου, ήταν και πολύ όμορφη. Αυτή μ' έμαθε ν' αγαπώ το σχολείο, την ποίηση, τη μουσική, τους αριθμούς. Δυστυχώς όμως, πέθανε πάνω στο άνθος της ηλικίας της, χωρίς ποτέ, να μπορέσω, να καταλάβω πώς έγινε.
   Έτσι ξαφνικά μπαμ και κάτω που λένε ούτε θα ξεχάσω πόσο μου στοίχισε σε δάκρυα.
Ήταν η εποχή, μετά τον εμφύλιο, όπου η Λαμία είχε γεμίσει από καταδιωκωμένους (έτσι τους έλεγαν τότε), απ’ τα χωριά, που είχαν καεί απ' τους αντάρτες. Έτσι όλα τα χαλάσματα του πολέμου, είχαν γεμίσει παράγκες από σανίδια, πισόχαρτο, τσίγκους, αλλά με μπόλικα παιδιά. Βλέπετε, τότε δεν υπήρχε προγραμματισμός γεννήσεων, έτσι έβλεπες φτωχοντυμένα 5-8 ή και 10 παιδιά, σε κάθε οικογένεια. Μπορεί, να υπήρχε δυστυχία, φτώχεια, πείνα, έσφιζε, όμως από ζωή. Φωνές παιδικές, που δεν καταλάβαιναν, τι συνέβαινε γύρω. Εκείνο που ήξεραν καλά, όπως όλες οι γωνιές άλλωστε, ήταν το παιχνίδι και μάλιστα τώρα το ομαδικό, που χάθηκε στις μέρες μας. "Τσιλίκα", "κοράντζελα", "εφτάπετρο", "βόλοι" για τα αγόρια, ε! και το περίφημο "Κρυφτό", "κυνηγητό", που ζει και σήμερα. Το κρυφτό, μάλιστα, κράταγε ώρες, γιατί με τόσα χαλάσματα, απ' τα ερείπια των βομβαρδισμών, άντε, να βρεις το άλλο παιδί που πήγε να κρυφτεί.
Ντιν, νταν η καμπάνα κτυπά τις Κυριακές ή τις γιορτές απ' τη Μητρόπολη προς τις γύρω εκκλησίες Π. Δέσποινα κλπ. Γέμιζαν από μικρούς και μεγάλους με τα καλά τους. Με κατάνυξη, παρακολουθούσαμε τη λειτουργία, ξέραμε μάλιστα τα τροπάρια της ημέρας, που οι γονείς μας φρόντιζαν, να μας μάθουν πολύ καλά. Η Μητρόπολη, ίδια κι απαράλλακτη, όπως είναι σήμερα στην ίδια θέση πάντα. Ευλόγησε τους κατοίκους της πόλης χρόνια και χρόνια. Το παράξενο όμως ήταν ότι συνυπήρχε κοντά κοντά με τους οίκους ανοχής, για πάρα πολλά χρόνια, φέρνοντας σε δύσκολη θέση του περιοίκους, γιατί δεν υπήρχαν, τα κόκκινα φανάρια, να τονίζουν την ταυτότητα του σπιτιού και συχνά γίνονταν τραγελαφικά λάθη, απ' τους φαντάρους της Λαμίας.
Η οδός "Ανδρούτσου" έμεινε σχεδόν ίδια, στενό σοκάκι με παλιά κτίρια παραδοσιακά, κατέληγε στις επτά βρύσες, οι οποίες είχαν τόσο νερό που έφτανε, να ποτίσει, όλη την πόλη κι ένα μεγάλο πλάτανο που υπάρχει και σήμερα. Μοδίστρες φίρμες έκαναν χρυσές δουλειές εδώ.
Δεν θα το πιστέψτε, αλλά είναι αληθινό. Εδώ σ’ αυτό το χώρο, χώρεσαν εργοστάσιο σιγαρέττων, εργοστάσιο· ποτοποιίας (Αρχοντική), τυπογραφεία (Λαμιακός Τύπος, Εθνικός Αγών), Χάνια, μπακάλικα, ταβέρνες, όπως της Μαλάμως, μια ανδρογυναίκα τεράστια, που πολλά λέγονταν τότε για το ερμαφρόδιτο φύλλο της. Φούρνοι έσπαζαν μύτες, απ' τα φαγητά και τα ψωμιά, που έψηναν μια και δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες.
Τι ήταν τα Χάνια; Μα τα "πάρκιγκ" της εποχής, αλλά με ζωντανά άλογα. Ένα ήταν στη γειτονιά μας, άλλο εκεί που είναι ο Βερόπουλος στο "Πάρκο", τρίτο στο μύλο του Κίτσου πιο κάτω. Αυτά χρησιμοποιούσαν, οι χωριάτες, που έρχονταν για ψώνια και τρόφιμα του μήνα. Έδεναν το άλογο στο Χάνι ψώνιζαν τα φόρτωναν και γύριζαν στο χωριό.
    Η πλατεία "Ελευθερίας", άλλαξε βέβαια, αλλά μένει εκεί που ήταν, όπως και οι άλλες. Η πλατεία "Λαού" είναι όπως ήταν τότε σχεδόν, με τα πλατάνια και τις βρύσες του Γοργοποτάμου, γύρω - γύρω καφενεία αναπαλαιωμένα, να τα βλέπεις και να χαίρεσαι. "Τα στενά", έτσι τα λέγαμε και στενά δρομάκια, είναι και σήμερα και μάλιστα πιο όμορφα τώρα, υπάρχουν οι ψησταριές, ταυτότητα της Λαμίας, αλλά εξαφανίσθηκαν τα τσαγκάρικα, που ήταν κρυμμένα πίσω απ' την πραμάτια κρεμασμένη σ' όλη την προβολή τους, δύσκολα έβλεπες την είσοδο, είχαν ακόμη και τσαρούχια. Υπάρχει ακόμη ο πλάτανος με τη βρύση στον κορμό του κάτω στο μικρό πλατειάκι, δίπλα στα δημοτικά ουρητήρια.
Έμενα στην οδό "Ανδρούτσου" 10 και επειδή τότε οι γονείς των περισσοτέρων παιδιών της Λαμίας δεν είχαν χρόνο να φροντίζουν τα παιδιά στο σπίτι, γιατί έπρεπε να εξασφαλίσουν τον επιούσιο άρτο. Ούτε υπήρχαν 8ωρα στην εργασία τους, σχεδόν ήμασταν ελεύθερα, μόνα μας πολλές ώρες στο σπίτι κι έτσι παρόλο το ξύλο, που τρώγαμε, για το σκασιαρχείο απ' αυτό, είχαμε χρόνο, να σεργιανίζομε στους κοντινούς μας δρόμους, να κάνουμε εξερευνήσεις στα γκρεμισμένα σπίτια ιδίως στους υπόγειους λαβυρίνθους τους.
Το σπίτι μας, το περιέγραψα λίγο στην αρχή, ήταν ένα πανύψηλο διώροφο με υπόγειο, αλλά πρέπει, να ήταν πολύ μεγάλο σε πλάτος και μήκος και λέω πρέπει γιατί είχε απομείνει μόνο ένα κομμάτι του, με δύο δωμάτια πάνω, δύο κάτω και το υπόγειο, να χάσκει ξεσκέπαστο, επικίνδυνο για μικρά παιδιά σαν εμάς.
Εγώ μέτρησα αρκετές φορές πέφτοντας απ' το πάνω πάτωμα στο υπόγειο το ύψος του, με πολλά αστράκια, να αστράφτουν στα μάτια μου κατρακυλώντας τα σκαλιά.
Μεγάλη δεξαμενή νερού ήταν κολλητά στο σπίτι. Βλέπετε, με τους πολλούς πολέμους, οι άνθρωποι έκαναν χώρους αποθήκευσης των πάντων, κρυψώνες για ανθρώπους σε περιπτώσεις δύσκολες και δαιδαλώδη υπόγεια, να μπαίνεις μέσα και να μην ξέρεις πώς να ξαναβγείς. Συνέβαινε συχνά αυτό σ' εμάς τα μικρά, που θέλαμε, να κάνουμε τους εξερευνητές.
Μια τέτοια κρυψώνα έσωσε τον πατέρα μας από επιδρομή Γερμανών στα σπίτια στην κατοχή, για διάφορα σαμποτάζ που έκαναν οι δικοί μας σ' αυτούς. Ήταν κρυμμένος στην κλαβανή. Έτσι έλεγαν το κενό ανάμεσα στο ταβάνι και τα κεραμίδια.
Γύρω χαλάσματα, χαλάσματα, χαλάσματα και πάνω ψηλά απέναντι απ' το σπίτι μου το κάστρο κορώνα της Λαμίας, μισογκρεμισμένο κι αυτό. Εκκλησίες, εκκλησάκια σπαρμένα στο λόφο: Π. Δέσποινα, Αγ. Νικόλαος, Αγ. Θεόδωροι. Πολλά, μικρότερα ξωκλήσια, εικονοστάσια, ανάμεσα στα οποία εμείς 8-10 ετών παιδιά, βοσκούσαμε τις κατσίκες, πέφτοντας συχνά μέσα στα φραγκόσυκα, γεμίζοντας αγκάθια, που πονούσαν αφάνταστα μέχρι να απαλλαγούμε απ' αυτά. Είναι η εποχή που έχουν φύγει πια οι Γερμανοί όπως είπαμε και έχουν έρθει ανταρτόπληκτοι και έχουν εγκατασταθεί για τα καλά στις παράγκες.
    Τα καλοκαίρια οι γονείς των περισσοτέρων όταν έκανε τρομερή ζέστη και τα ψυγεία ανύπαρκτα, μας έστελναν, να φέρομε κρύο νερό Γοργοποτάμου με την πήλινη στάμνα στη "Βοστώνη" της πλατείας Λαού, ή στη βρύση που βρισκόταν στην ανηφοριά προς το παλιό Δημαρχείο, στην Επισκοπή, όπως είχε επικρατήσει να λέγεται και βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο αναπαλαιωμένο κτίριο απέναντι του Ο.Τ.Ε. Και μια και μιλάμε για τον Ο.Τ.Ε. ας περιγράψουμε γύρω την πλατεία "Ελευθερίας" το χώρο του τότε. Ήταν συγκρότημα βομβαρδισμένων κτιρίων, ανάμεσα στα οποία, υπήρχε μια μεγάλη αλάνα, διαμορφωμένη σε θερινό σινεμά και θέατρο, όπου πολλές φορές είχα δει λαθραία τα Καλουτάκια με ναυτικά και άσπρες κορδέλες στα μαλλιά τους, όταν έρχονταν δύο και τρεις φορές το χρόνο.
Όλο το κτιριακό συγκρότημα του ταμιευτηρίου ήταν ξενοδοχείο ύπνου επάνω και κάτω τεράστια καφενεία. Τέτοια ήταν όλα τα κτίρια γύρω απ' την πλατεία, όπου σύχναζε η αριστοκρατία ή έτρωγαν στο εστιατόριο "Ηλύσια" εκεί που τώρα είναι τα σκαλιά για τις 7 βρύσες, τα οποία δεν υπήρχαν πριν.
Όμως πώς να σας περιγράψω τα ερειπωμένα σπίτια πολλά και κολλητά, στις θέσεις της στρατιωτικής λέσχης, που είχε μετατραπεί μετά τον πόλεμο σε παραγκούπολη με ένα δημοτικό σχολείο ανάμεσα που έσταζε από παντού. Τμήμα αυτού του σχολείου, επειδή τα παιδιά ήταν πάρα πολλά έκανε μάθημα στο ισόγειο του κ. Βαΐδη δικηγόρου σήμερα, εδώ μάλιστα ήταν και το πρώτο Ινστιτούτο Γαλλικών η "Αλιάνς" στα πρώτα της βήματα. Ένα άλλο τμήμα σχολείου την άνοιξη έκανε μάθημα στα σκαλιά του Αγ. Νικολάου, στην πρώτη τάξη, έκανα και εγώ μάθημα εδώ για κάποιο διάστημα. Λα, λα, Λόλα.
Το δημοτικό σχολείο, απέναντι απ' το χειμερινό θέατρο, είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο στον πόλεμο, σε παιδούπολη, για τα φτωχά και ορφανά του εμφυλίου σε πρότυπο της Ακαδημίας για κάμποσα χρόνια μετά.
Η παλιά Ακαδημία ήταν στο δημοτικό σχολείο Λαχανά κάτω απ’ τον Αγ. Λουκά. Σ’ αυτή την περιοχή του χειμερινού θεάτρου σήμερα, τα αγόρια των 16-18 ετών, οργάνων συσσίτια, για τους φτωχούς απ’ τον πόλεμο. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και ο μεγάλος μου αδελφός με την παρέα Παπασιόπουλου, Αναγνώστου... αυτούς θυμάμαι τώρα.
Αν ανηφόριζες προς το Δεσποτικό, έβλεπες το σπίτι του κ. Παπαλουκά δικηγόρου και πολιτευτή πνιγμένο στα δέντρα και τα λουλούδια, μετά το Δεσποτικό όπως είναι σήμερα, μ' ένα μεγάλο πλάτανο στην πάνω γωνία προς τη Μακροπούλου στον κορμό του οποίου έτρεχε κρυστάλλινο νερό όλη μέρα, ενώ απέναντι μοσχομύριζαν τα ψωμιά του φούρνου.
Το χώρο εδώ ομόρφαιναν υπέροχα νεοκλασικά κτίρια, σαν αυτό που είναι σήμερα σχολή μουσικής, του Μαρούγκα, στη στροφή προς τον Αγ. Λουκά στη συνοικία της Λαμιώτικης Πλάκας. Λίγο πριν φθάσουμε στην Πλάκα επί της Μακροπούλου, που παλιά λεγόταν Αχιλλέως, στην κορυφή της ανηφόρας, υπήρχε ένα απ’ τα μεγαλύτερα κτίρια της Λαμίας, για να μην πω το μεγαλύτερο, με θέα τη Λαμία στα πόδια του, το κάμπο με το Σπερχειό και το Μαλιακό στο βάθος. Μπόλικα μπαλκόνια, μπαλκονάκια, σκαλιά, βρύσες σκαλιστές, μαρμάρινες. Αυτό φιλοξένησε βασιλείς και πολλούς μεγάλους που επισκέπτονταν κατά καιρούς τη Λαμία. Ήταν το μέγαρο του Τσάλη αυτό.
    Με το πέρασμα των χρόνων έγινε παιδούπολη, ιερατική σχολή, μετά σωρός από πέτρες, αφού ήταν ακατοίκητο για αρκετό διάστημα και τώρα πολυκατοικία. Πριν γκρεμισθεί εντελώς, είχα πάει με το σύζυγο μου και την ιδιοκτήτρια κ. Αστεριού - Τσάλη. Ενώ με ξεναγούσε στο κτίριο, έβλεπα πανάκριβα σκοροφαγωμένα γραφεία, σκαλιστά έπιπλα, όλο βελούδο σαλόνια στις τεράστιες αίθουσες, με βουνά από αλληλογραφία κάθε εποχής, έντυπα, εφημερίδες, χωρίς να γνωρίζω τότε την αξία που θα είχαν τώρα, για την ιστορία της Λαμίας ή να κρατούσα τα σπάνια με τα σημερινά κριτήρια γραμματόσημα. Όλα αυτά έγιναν χαρτοπολτός στη χαρτοβιο­μηχανία. Τι κρίμα!
Μια μέρα, πηγαίνοντας με το γιο μου, απ' την οδό Εκκλησιών με το αυτοκίνητο, για να παρακάμψουμε το κέντρο, είδα τα περίφημα γύφτικα ή "Σλα Μαχαλά" δηλ. συνοικία του Κάστρου. Γύφτοι που πάντα κατοικούσαν εδώ, όπως και σήμερα. Θυμάμαι ότι πάντα βούιζε ο τόπος απ' τις φωνές και τους τσακωμούς, που ξέρομε, να γίνονται σ' αυτές τις συνοικίες, αλλά είχαν, ένα προτέρημα αξιοζήλευτο. Είχαν πάθος με την καθαριότητα. Μικρά κουτουκάκια, παραγκούλες με αυλές κατάλευκες, ασβεστωμένες, σχεδόν κάθε εβδομάδα, μοσχομύριζε ασβέστη, βασιλικό και μαντζουράνα. Κατοικούσαν και κατοικούν γύρω απ' τους Αγ. Θεοδώρους με επαγγέλματα του καιρού. Λούστροι, αχθοφόροι, καραγωγείς, χαμάληδες... Οι λούστροι είχαν πιάσει τον κύκλο της πλατείας Πάρκου, κτυπώντας ρυθμικά το κασελάκι τους κράζοντας τους πελάτες για γυάλισμα.
Αυτοί θα είχαν την γκαμήλα στις Απόκριες, το γαϊτανάκι, την πίπιζα και το ντέφι μαζί με τα τραγούδια τους έδιναν χρώμα στη ρουτίνα της ζωής.
Εκτός όμως απ' τους λούστρους, έβλεπες τους χωρικούς τα Σάββατα, να γεμίζουν την πλατεία Πάρκου, με κάθε λογής πραμάτεια, απ' το χωριό σιτάρια τα περισσότερα εξ ου και σταροπάζαρο το Πάρκο ή Βασιλέως Κωνσταντίνου. Την ομορφιά του Πάρκου είναι αδύνατο τώρα να περιγράψω. Είχε δύο σιντριβάνια μανιτάρια. Ένα μεγάλο σαν βάση και άλλα δύο το ‘να πάνω στ’ άλλο σε δύο μεγέθη μικρότερα, με άφθονα νερά, να τρέχουν απ' την κορυφή τους, σχηματίζοντας σταλακτίτες απ' τον πάγο το χειμώνα. Ένα θέαμα καταπληκτικό. Δένδρα, άλτες, πυράκανθοι σε σχήμα στοάς, παντού τριανταφυλλιές με νεραντζιές γύρω, που μοσχοβολούσαν την άνοιξη. Στενά δρομάκια κατέληγαν σε παγκάκια.
Έξι χρόνια κατηφόριζα το δρόμο απ’ τα Γαλανέικα, αφού είχαμε ξαναγυρίσει εκεί το 1950 - 51. Πότε με χιόνια, πότε με πολύ ζέστη με τη μαύρη ποδιά το λευκό γιακαδάκι με μια γραβατούλα λευκή και τα αρχικά Γ.Θ. του γυμνασίου θηλέων Λαμίας το μοναδικό θηλέων "Μουστάκειο" όπως είχε ονομασθεί απ' το όνομα του δωρητού του κτιρίου. Τίποτα δεν έμεινε απ' αυτό σήμερα. Ήταν ένα μακρόστενο διώροφο με σκάλες στο κέντρο, που διακλαδίζοντας αριστερά, δεξιά, στις τάξεις με εκατό περίπου μαθήτριες η καθεμιά, τρεις τρεις στα θρανία, με καθηγητές μπαμπούλες, αλλά τόσο καλούς στη δουλειά τους, που σήμερα τους ευγνωμονούμε για τις γνώσεις που μας έδωσαν. Τόση αυστηρότητα υπήρχε, ώστε στο μάθημα τους μύγα, να περνούσε θα ακουγόταν.
    Η ζωή στα γυμνάσια της Λαμίας και είχε παρακαλώ, το Μουστάκειο, Αρρένων Α' και Β', Εμπορική Σχολή, Ιερατική Σχολή και μια απ' τις παλιότερες Ακαδημίες της Ελλάδας, ήταν τόσο αυστηρή, που θα τρόμαζε τους σημερινούς μαθητές. Ποδιά, γιακαδάκι, κορδέλα, αριθμός στη λευκή γραβάτα με τα αρχικά Γ.Θ. ήταν η στολή των κοριτσιών, τα αγόρια γουλί κουρεμένο κεφάλι, πηλίκιο με μια κουκουβάγια πάνω και τον αριθμό του μαθητή. Οι αποβολές έπεφταν για ψύλλου πήδημα, ενώ δεν τολμούσες, να ξεμυτίσεις απ' το σπίτι, γιατί οι καθηγητές είχαν και το ρόλο του χωροφύλακα, χτενίζοντας τα δάση από πεύκα του Αγ. Λουκά και του Κάστρου ή στα σινεμά που απαγορευόταν ρητά η είσοδος. Μας πήγαιναν όμως πότε - πότε όλο μαζί το Γυμνάσιο σε επιλεγμένα έργα.
Στην περιοχή των δικαστηρίων στο δρόμο του Αγ. Νικολάου, ήταν το πιο πολυθόρυβο μέρος της πόλης έτσι τη θυμάμαι σαν ήμουν παιδούλα. Μόλις έστριβες στο δρόμο, άκουγες χλιμιντρίσματα αλόγων, τριξίματα από ρόδες, κάρα, κάρα πολλά μονά, διπλά, τα ταξί και φορτηγά του καιρού. Εδώ φορτώνονταν τα εμπορεύματα, για τα χωριά που δεν είχαν συγκοινωνίες. Από εδώ το μύλο του Κίτσου έφερναν οι χωρικοί το σιτάρι το χρυσό και το ‘παιρναν χιονάτο αλεύρι.
Είπαμε, ότι εμείς μεγαλώσαμε σχεδόν μόνα μας γιατί οι γονείς μας έτρεχαν για τον επιούσιο και όπως καταλαβαίνετε, ότι τρελίτσα έμπαινε στο κεφαλάκι μας την κάναμε. Έτσι πολλές φορές θα είχαμε γίνει μακαρίτες απ' τα σκαρφαλώματα στις στέγες των πανύψηλων σπιτιών, για να χαλάσομε τις φωλιές απ' τα καργάκια ή τα κιρκινέζια, που φώλιαζαν εκεί και μας στόλιζαν με τις κουτσουλιές τους ή μας κούφαιναν με τα κρωξίματά τους. Ήταν μαύρα πουλιά τα καργάκια ή καφέ με στίγματα άσπρα και μαύρα με μια μύτη γαμψή που αν σε τσιμπούσαν σου έκοβε κομμάτι κρέας, τα κιρκινέζια.
Τα πλατάνια της πλατείας Λαού ήταν γεμάτα απ' αυτά τα πουλιά, τα οποία είχαν υπερπληθύνει κάποιο διάστημα τόσο, ώστε ο καφές στα τραπεζάκια να μην πίνεται και το δασαρχείο, να τα επικηρύξει τάληρο τα δυο τους ποδαράκια.
Την εποχή της ανοικοδόμησης, μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, άνθησαν εδώ αρκετά εργοστάσια, που απασχόλησαν τους άνδρες, αλλά και εμάς τους μικρούς που δίναμε μάχες με τα παιδιά του Σλα Μαχαλά (γύφτων) για να πάρουμε τα πριονίδια απ' τα ξυλουργικά. Τι τα κάναμε; "πενία τέχνας κατεργάζεται" έλεγαν οι προγονοί μας και μεις ανακαλύψαμε, τις φουφούδες. Ένα μεγάλο τενεκέ δηλαδή που τον γεμίζαμε με τρόπο, που να καίει σαν σόμπα κι έτσι λυνόταν το πρόβλημα του κρύου το χειμώνα χωρίς δεκάρα. Το καλοκαίρι, δύσκολοι καιροί για τους φτωχούς, άλλες μάχες με παιδιά που έτρεχαν, να μαζέψουν τα άχυρα απ' τα αλώνια, που βρίσκονταν στην παλιά έκθεση στα Γαλανέικα. Εκεί αλώνιζαν, απ’ όσο θυμάμαι, πρώτα με τ’ άλογα, έπειτα με την αλωνιστική και μετά με τις κομπίνες. Μελίσσι ο κόσμος στο θέρο και τ’ αλώνια. Τραγούδια, φωνές, πειράγματα. Μερικές κοπέλες τι φωνές είχαν! Γάργαρες, καθαρές, δυνατές, ν’ ακούει όλος ο κάμπος και να σιγοντάρει η εργατιά!
Σήμερα, όλα έχουν αλλάξει. Η ζωή είναι πιο άνετη, αφού τα οικονομικά των περισσότερων βελτιώθηκαν. Ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά πολύ, τα κτίρια έγιναν τετράγωνα πολυώροφα κουτιά, χωρίς τις όμορφες ανθοστολισμένες αυλές, τις αλάνες, τα σινεμά.
Τέλειωσαν οι καλημέρες στο δρόμο, που γνώριζε ο ένας τον άλλο. Να μη σε βρει κακιά στιγμή, κανείς δεν θα τρέξει να βοηθήσει. Και όλοι τρέχουν, τρέχουν, όχι όπως εμείς, για τον επιούσιο, αλλά για καμία βιλίτσα ακόμη, ένα αυτοκίνητο, μια γούνα...

Πηγή: «Φθιωτικά Χρονικά»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου








Δεν υπάρχουν σχόλια: