Η
Γκλίτσα
Του Κώστα Φλώρου
(Περαστικού)
Φωτο: Τάκης Ευθυμίου-Γκλίτσες από
Αγιωργίτες ξυλογλύπτες
Η Γκλίτσα, είναι το απαραίτητο εργαλείο των κτηνοτρόφων των βουνών και των κάμπων, όλης της οικουμένης, αλλά και το χρησιμότατο βοήθημα και όλων των άλλων κοινών θνητών, γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων.
Είναι ένα έξυπνο εφεύρημα των ανθρώπων όλων των κατοικημένων χώρων, προπαντός των ανθρώπων του χωριού και της στάνης. Το χρησιμοποιούν οι κτηνοτρόφοι για να οδηγούν τα κοπάδια τους, σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Να τα στομώνουν, όταν θέλουν να τους δώσουν σωστή πορεία, αλλά και να τσακώνουν με αστραπιαία κίνηση τα γιδοπρόβατά τους, όταν θέλουν να τακτοποιήσουν τις ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους.
Γκλίτσα ή αγκυλίτσα, λέγεται επειδή έχει μια αγκύλη (ένα γκλιτσάρι) στο πάνω μέρος, μιας ξύλινης ράβδου, ενός μπαστουνιού, μιας βακτηρίας, ενός ματσουκιού ή ματσούκας, από σκληρό ξύλο αγριελιάς, κρανιάς, καστανιάς, κέδρου ή οξυάς. Το άγκιστρο αυτό, το γκλιτσάρι, η αγκύλη, έχει δώσει την κοινή ονομασία: αγκυλίτσα ή αγκλίτσα ή γκλίτσα, αποτελεί δε ένα ξυλογλυπτικό καλλιτέχνημα. Η αγκύλη ή γκλιτσάρι, στο μπροστινό μέρος του παριστάνει μια κεφαλή ζώου, που μοιάζει, άλλοτε με λιοντάρι, άλλοτε με λύκο, άλλοτε με σκυλί και άλλοτε με ζαγάρι. Στο πίσω μέρος, μοιάζει με ουρά γοργόνας ή με μια πλεξούδα τσελιγγοπούλας, αν δε μοιάζει με αρειμάνιο μουστάκι κτηνοτρόφου.
Ο κάθε καλλιτέχνης, είτε του βουνού, είτε του κάμπου, βάζει όλο του το μεράκι κι ο κάθε κάτοχος, καμαρώνει, ανάλογα με τα γούστα ή τα αισθήματα του.
Η γκλίτσα είναι γνωστή και σα ματσούκα ή ματσούκι. Αλίμονο σ' εκείνο το ζώο δίποδο η τετράποδο που θα προσπαθήσει να ξυστεί στη γκλίτσα κάποιου τσοπάνου! Είπαμε, πως είναι εργαλείο των κτηνοτρόφων κι όλων των χωρικών της οικουμένης, που το χρησιμοποιούν, για να εξυπηρετούν πολλές και διάφορες ανάγκες τους, προπαντός ν' ακουμπούν, όπως ακουμπούν στα μπαστούνια τους οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας των πόλεων, οι ευγενείς και λιμοκοντόροι.
Τώρα τελευταία, είχα την τύχη να κάνω τις διακοπές μου σε κάποιο ορεινό χωριό και εκεί, από τις πρώτες μέρες μοιραία βρέθηκα με μια δανεικιά γκλίτσα στα χέρια. Κι απ' τις πρώτες μέρες, είχε γίνει ο αχώριστος σύντροφος μου. Έκανα ό,τι έκαναν και οι άλλοι του ανδρικού πληθυσμού του χωριού. Ακουμπούσα, στηριζόμουν όταν βρισκόμουν σε κακοτοπιές, πέρναγα πότε-πότε τη γκλίτσα μου στο σβέρκο μου, άλλοτε στη μέση μου κι άλλοτε τη στριφογύριζα στα χέρια μου σα μαέστρος και σιγοψυθίριζα τον αμάραντο, όταν βρισκόμουν στο δάσος και άκουγα τα πουλιά να κελαηδούν και τον τσοπάνο να παίζει τη φλογέρα του.
Περνούσα ευχάριστα την ώρα μου κι αισθανόμουν ασφάλεια και ηρεμία, αφού μπορούσα ν' ατενίσω άφορα τα τσοπανόσκυλα. Κάποτε-κάποτε την ξεχνούσα στο καφενείο όπου παίζαμε πρέφα, αλλά δεν υπήρχαν συνέπειες, αφού τότε που γύριζα, την εύρισκα στη θέση της. Όμως συνέπειες και προβλήματα υπήρξαν, όταν μια μέρα την ξέχασα σε κάποιο μακρινό φιλικό μου σπίτι.
Μόλις έφυγα, ο φίλος μου ανησύχησε και προσπάθησε να μου τη στείλει. Δεν βρήκε πιο γρήγορο και πρόσφορο μέσο κι αναγκάστηκε να μου τη στείλει με κάποιον άγνωστο περαστικό καμικάζι. Πριν φθάσω στο σπίτι μου, αντιλήφθηκα πως με προσπέρασε ο περί ου ο λόγος, με κόντρες και σούζες, δεν συνειδητοποίησα όμως, πως η γκλίτσα την οποία εκράδαινε με χαριτωμένες κινήσεις, ήταν η δική μου.
Κι ασφαλώς δεν θα θυμόμουνα πού ξέχασα τη γκλίτσα μου, αν ο γνωστός μας καφετζής, δε με πληροφορούσε πως του την παρέδωσε κάποιος ξένος μοτοσυκλετιστής. Διασκεδάσαμε το πράγμα και αρπάξαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για συνηθισμένους μύθους και πραγματικότητες, περί της χαμένης γκλίτσας και της χαμένης ομπρέλας ακόμη.
Τότε και με τη συμμετοχή όλων των θαμώνων του καφενείου και ομοιοπαθών οπωσδήποτε, έγινε ευρεία συζήτηση περί ματσουκολογίας και γκλιτσογίας. Ο καφετζής έκανε την εισήγηση: «Από δω μέσα, άρχισε, πέρασαν αμέτρητες γκλίτσας και ματσούκες, σκέτες, άνευ ιδιαίτερης αξίας, μέχρι πολυτελείας. Γκλίτσες κεντημένες από άξιους ξυλόγλυπτες και κοσμημένες με χρωματιστές χάνδρες με σμαράγδια και πετράδια, σωστά κομψοτεχνήματα.
Εδώ, στην αποθήκη μου, έχω περί τις 15 γκλίτσες, ξεχασμένες από ερασιτέχνες και αζήτητες. Κανείς ευσυνείδητος κτηνοτρόφος ή επαγγελματίας διακονιάρης από τα Κράβαρα, δεν ξέχασαν εδώ κάποιο εργαλείο της δουλειάς τους. Από την εμπειρία που έχουν όλοι οι άνθρωποι του χωριού και της πόλεως, θεωρούν πως οι πολλές γκλίτσες, σ' ένα τσελιγκάτο, φέρνουν υλική και πνευματική φτώχεια, ενώ τα πολλά ματσούκια, σ' ένα κραβαρίτικο συγγενολόι, σε μια επαχτίτικη φαμελιά, φέρνουν υλικό πλούτο και πολιτιστική πρόοδο».
Εντυπωσιάστηκα από τα διαμειφθέντα, αλλά δεν κάθισα να φιλοσοφήσω. Μου αρκούσε το ότι βρήκα τη γκλίτσα μου, μετά από περίεργες συνθήκες και περιπετειώδη τρόπο. Κατόπιν, το ενδιαφέρον μου κεντρίστηκε, όταν, μετά την εμπεριστατωμένη εισήγηση του καφετζή, το θέμα μπήκε στην κρίση της ολομέλειας των θαμώνων.
Ένας απόστρατος βαθμοφόρος της χωροφυλακής είπε: «Η γκλίτσα, δεν υπήρξε, αποκλειστικά όργανο των κτηνοτρόφων, υπήρξε και φύλαξ άγγελος των οργάνων της τάξεως, αλλά και των αρματωλών και κλεφτών»....
Ένας δάσκαλος είπε: «Η γκλίτσα ή ματσούκα και η κρανίσια βέργα, υπήρξαν όργανα των δασκάλων και κανόνες πίστεως για την ορθή εκπαιδευτική αγωγή και την εκμάθηση της ορθοφωνίας, της γραμματικής και της αριθμητικής».
Ένας καθηγητής είπε: «Η γκλίτσα υπήρξε έργο τέχνης στα χέρια των ζωγράφων, των λαογράφων και των ποιητών. Την ύμνησαν όλοι, μα ο καθένας με το δικό του τρόπο. Όλοι μίλησαν για την πρακτική της αξία και τη θεωρητική της λαογραφική και πνευματική αποτίμηση».
Μια παλιά χαλκογραφία, παριστάνει αρματωλούς των χρόνων της επαναστάσεως, περαστικούς από στάνη του Ολύμπου, των πολλών Θεών και των αναρίθμητων μύθων και θρύλων, όπου η γκλίτσα, παίρνει περίοπτη θέση.
Πολλοί πιστεύουν πως ο Θεός της κτηνοτροφίας Πάνας έδωσε τα σχέδια της γκλίτσας και ο Ήφαιστος ανέλαβε την κατασκευή της. Και πως ο Απόλλωνας σχεδίασε και τοποθέτησε τη φλογέρα δίπλα στη γκλίτσα.
Πολλοί είναι σίγουροι πως ο πλάστης του σύμπαντος κόσμου, έδωσε την έμπνευση στους ανθρώπους, να κατασκευάσουν τα εργαλεία που θα τους χρειασθούν για να εργασθούν να παράγουν και να επιβιώσουν και πρώτη απ' αυτά τη γκλίτσα, σαν την πλέον απαραίτητη. Απόδειξη, πως κάθε γεωργικό και κτηνοτροφικό προϊόν, έχει σήμα κατατεθέν τη γκλίτσα. Ήρθε η εκκλησία να ευλογήσει και ν' αγιάσει το απαραίτητο αυτό βοήθημα των ανθρώπων και κυρίως των κτηνοτρόφων. Και μετά ήρθαν οι ζωγράφοι ν' αποθανατίσουν το ευλογημένο αυτό στήριγμα των ανθρώπων και οι ποιητές να το υμνήσουν, να το δοξάσουν και να τ' ανεβάσουν στο υψηλότερο βάθρο της πυραμίδας, σαν ανεκτίμητο έργο τέχνης.
Μεγαλύτεροι υμνηστές υπήρξαν: «ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Παπαδιαμάντης, ο Κρυστάλλης, ο Βαλαωρίτης, ο Κάλβος, ο Γρανίτσας, ο Σούτσος, ο Σουρής, ο Καρκαβίτσας, ο Βαγγέλης Αβέρωφ, ο Σπύρος Ματσούκας και χιλιάδες άλλοι».
Όταν ανέβαινε στο βήμα κάποιος θαλασσινός, παραθεριστής, με είχε πάρει ο ύπνος και έτσι, δε μπόρεσαν ν' ακούσω τη συνέχεια... Την άλλη μέρα, ωστόσο, δεν θυμόμουν, ούτε την αρχή. Λέτε να πρόκειται, περί παραισθήσεως; Λέτε να ήταν κάποιο όνειρο θερινής νυκτός ή κάποιος εφιάλτης, που μου σκάρωσε όλη αυτή την περίεργη ιστορία, περί γκλίτσας της καραματσούκας και δε συμμαζεύεται;...
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου