TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

Η καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Γιορτής

 

Η καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Γιορτής

& ο πρώτος γιορτασμός της


Πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι την 15ην Μαρ­τίου 1833, εθνική γιορτή ήταν η 1η Ιανουαρίου σε ανάμνηση της 1/1/1822 που η Συνέλευση της Επιδαύρου ψήφισε το πρώτο Ελληνικό Σύνταγ­μα.

Από το βιβλίο ΟΘΩΝΑΣ - Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ του εξαιρετικού ιστορικού μας Δημήτρη Φωτιάδη πα­ρακάτω παρουσιάζεται ο πρώτος γιορτασμός της 25ης Μαρτίου:

Η Κυβέρνηση του Όθωνα, με τούτο δω το διάταγμα της που δημοσίεψε στις 15 του Μάρ­τη 1838, όριζε την 25η Μαρτίου μέρα εθνικής γιορτής:

ΟΘΩΝ

ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25 Μαρτίου, λαμπρά καθ' εαυτήν εις πάντα Έλληνα δια την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος δια την κατ' αυτήν την ημέραν έναρξις του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ.

Εν Αθήναις την 15 Μαρτίου 1838 ΟΘΩΝ

Ο επί των Εκκλησιαστικών κτλ. Γραμματεύς της Επικρατείας

Γ. ΓΛΑΡΑΚΗΣ

 

Ας δούμε λοιπόν τώρα πως πρωτογιορτάστηκε.

Μόλις λοιπόν έκανε να βασιλέψει ο ήλιος στις 24 του Μάρτη 1838, βρόντηξαν 21 κανονιές, προαναγγέλνοντας τη μεγάλη γιορτή της ερχόμενης μέρας. Κι όταν στις 25 του Μάρτη ξεμύτισε ο ήλιος από τον Υμητό, άλλες 21 κανο­νιές ξύπνησαν τη μικρή πολιτεία, όσο που η στρατιωτική μπάντα παιάνιζε στα στενά δρομάκια της «εωθινήν μουσικήν». Στις 8 το πρωί, η φρουρά παρατάχθηκε από το παλάτι ως την Άγια Ειρή­νη και στις 9 ο Όθωνας κι η Αμαλία φτάσανε μ' αμάξι στην εκκλησιά, που ήταν γεμάτη από τους ήρωες που είχανε δημιουργήσει το Εικοσιένα κι ανάστησαν την πατρίδα.

Όταν τέλειωσε η δοξολογία, πέσανε 21 ακόμη κανονιές κι άρχισε το πανηγύρι στους δρόμους και στις πλατείες που κράτησε ως το πρωί της άλλης μέρας. Μπουλούκια, μπουλού­κια Αθηναίοι, Μοραΐτες, Ρουμελιώτες, Νησιώτες, Θεσσαλοί, Μακεδόνες, Μικρασιάτες, γύριζαν τα σοκάκια με λύρες, καραμούζες, λαούτα, σου­ραύλια, ζουρνάδες και πίπιζες τραγουδώντας της κλεφτουριάς και της λευτεριάς τραγούδια. Κι ως αντάμωναν, μεγάλωνε το πατιρντί, το γλέν­τι, ο ενθουσιασμός. Ζητωκραυγάζανε, αγκα­λιάζονταν και φώναζαν:

Και στην Πόλη, αδέλφια!

Ο συντάχτης όμως της «Αθηνάς» στην πε­ριγραφή της γιορτής που έγραψε το ίδιο κείνο βράδυ, λέει πως:

«Δεν ήτο παράδοξον, αν κάποτε έφερε και αυτήν την κατήφειαν εις τους ευθυμούντας Έλληνας όταν εσυλλογίζοντο, ότι η τόσον ακρι­βά αγορασμένη ελευθερία των αυτή, δεν ετέθη ακόμη επί των πολιτικών θεσμών εις τα στερεά θεμέλια της, εις τα οποία μόνον στηριζομένη υπόσχεται την διάδοσιν των ουρανίων αυτής αγαθών. Και πόσην επισημότητα δεν ήθελε δώ­σει η εορτή αύτη εις την Ελλάδα και όλον τον φωτισμένον κόσμον, αν μαζί με τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου, της φανερώσεως του απ' αι­ώνος μυστηρίου, της εθνεγέρσεώς μας και λοιπά, επανηγυρίζετο και η καθίδρυσις του συν­τάγματος μας, η στερέωσις της ελευθερίας μας αυτής εις την κοινωνίαν μας».

Όπως και να 'ναι, η ανοιξιάτικη κείνη μέρα στάθηκε λαμπρή και χαρούμενη. Με δίκια περηφάνεια η γενιά του Εικοσιένα, που σύντριψε τις αλυσίδες αιώνων σκλαβιάς, γιόρταζε το δη­μιούργημα της.

«Όλη την ημέραν σήμερον», γράφει τελει­ώνοντας η "Αθηνά" την περιγραφή της, «η πόλις των Αθηνών ήτο μία πανήγυρις. Το εσπέρας εφωτίσθησαν λαμπρώς η Ακρόπολις, όλα τα δη­μόσια καταστήματα και όλαι αι οικίαι εις την μίαν πλευράν του Λυκαβηττού εσχηματίσθη δια φα­νών εις μεγάλος σταυρός, του οποίου η θέα κάμνει μεγίστην εντύπωσιν, όλος ο κόσμος ευθυμεί, και η ευθυμία ίσως θέλει διαρκέσει έως τα εξημερώματα της αύριον».

Το πιο μεγάλο, τη μέρα εκείνη, πανηγύρι γί­νηκε στη σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος, όπου βρισκόταν τότες το παλάτι. Μπροστά σ' αυτό η δημαρχία είχε φτιάσει ένα τρόπαιο, όπως το 'παν, κι ολόγυρα του η λεβεντιά του Εικοσιένα - με τη φουστανέλα, το φέσι, τα τσαρούχια, τις φέρ­μελες, το γελέκι, τις μπιστόλες και τις μουστά­κες - είχε στήσει τρικούβερτο χορό. Και να, μια γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά και μαύρο τσεμπέρι, η Λέκα με τ' όνομα, πετιέται και με δάκρυα που αστραφτοκόπαγαν στα μάτια της φωνάζει:

Σταματήστε, παιδιά! Σ' εμένα πέφτει να σύρω το χορό, γιατί για τούτο το χώμα που πα­τάμε έδωσα τα δυο αντρειωμένα αδέρφια μου και το μοναχογιό μου.

Κι η Λέκα σέρνει το χορό τραγουδώντας, κλαίγοντας, γελώντας. Κείνη την ώρα πάνω από τ' άσπρα της μαλλιά που ανέμιζαν φτερούγιζε ολόκληρο το Εικοσιένα.

 

Πηγή: Εφημερίδα ΙΝΑΧΟΣ

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: