"Στην παλιά τη γειτονιά"
Του Γιώργου Καλλιώρα
|
Το χιόνι έπεφτε ακατάπαυστα από το
πρωί. Καθισμένος στην καρέκλα της επιχείρησης μου το παρακολουθώ να απλώνεται
και να καταλαμβάνει με την δική του ισχύ όλη την περιοχή. Τα πιτσιρίκια της
γειτονιάς βγήκαν έξω φορτωμένα με κασκόλ, σκούφους, γάντια κ.λπ. και άρχισαν να
παίζουν χιονοπόλεμο. Κάθε λίγο και λιγάκι ένα, ένα έρχονταν στο μαγαζί με τα
μάγουλα κατακόκκινα έπαιρνε κάτι και έφευγε.
Χεχεχεχεχε που είναι εκείνα τα
χρόνια, που κασκόλ εκείνη την εποχή και που σκουφιά; Βγαίναμε στο χιόνι ξεσάρκωτοι
“χωρίς ρούχα” χωρίς να λογαριάζουμε το κρύο ορμώμενοι από την επιθυμία για
παιχνίδι.
Τρέχαμε, παλεύαμε, παίζαμε
χιονοπόλεμο, ουρλιάζαμε χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν.
Άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει
εκεί στα χρόνια της αθωότητας και της ανεμελιάς. Χμμ όλη την ημέρα στο χιόνι, στη
βροχή, στις λάσπες και στην περιπέτεια και όταν έρχονταν η ώρα μαζευόμασταν
δίπλα στο τζάκι όλη η οικογένεια και εκεί ξεκινούσε μια άλλη ιστορία.
Παραμύθια, αινίγματα, πειράγματα, πάλεμα στο πάτωμα, μια μητέρα να φωνάζει
συνέχεια να καθίσουμε ήσυχα και μια γιαγιά καλοσυνάτη και γλυκιά λες και ήταν
βγαλμένη από τα παραμύθια. Καλοσυνάτη σχετικός ο όρος γιατί όταν την έπιαναν οι
ανάποδες της αλίμονό μας.
Μα τι θυμήθηκα τώρα; Κάποτε στο χωριό μας έρχονταν ένας μανάβης με μια κλούβα διαμορφωμένη έτσι ώστε να μπορεί να πουλά την πραμάτεια του. Παρκάριζε το αυτοκίνητο και πήγαινε στο καφενείο. Είχε την συνήθεια να κάθεται μέχρι αργά το βράδυ. Εμείς παιδιά τότε που το αίμα μας έβραζε ψάχναμε για περιπέτεια και σκανδαλιά πάντα βρίσκαμε τη ευκαιρία και του αρπάζαμε ότι μπορούσαμε. Κάποιο απόγευμα ένας της παρέας μας άρπαξε ένα τσουβάλι πατάτες και το πήγε σπίτι του. Μας είπε ότι οι γονείς του, του είπαν μπράβο γι’ αυτό που έκανε. Την άλλη ημέρα το απόγευμα, με τον αδελφό μου χωρίς να λογαριάσουμε καλά τα πράγματα αρπάζουμε ένα καφάσι, ροδάκινα ήταν, βερίκοκα ήταν, δεν θυμάμαι καλά και τα πάμε στο σπίτι. Χεχεχεχε που να ξέραμε τι μας περίμενε. Στο σπίτι ήταν η γιαγιά και η μητέρα μας. Μόλις μπαίνουμε στο σπίτι γεμάτοι χαρά λέμε «σας φέραμε να φάτε». Η μητέρα μου έκπληκτη μας ρώτησε που τα βρήκατε τα φρούτα.
- Τα αρπάξαμε από τον μανάβη
απαντήσαμε δυνατά. Το θυμάμαι σαν τώρα, βλέπω την γιαγιά μου να πηγαίνει στην
πόρτα και να τραβάει τον σύρτη και να την κλειδώνει έπειτα στράφηκε προς την
κουζίνα. Μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και την
βλέπω να έρχεται προς το μέρος μας κρατώντας στα χέρια της τον πλάστη που
έφτιαχνε τις πίτες και μας περίλαβε. Χεχεχε, που σε πονά και που σε κόφτει, η
γριά γυναίκα χτυπούσε όπου έβρισκε, στα κεφάλια, στα πόδια, στα χέρια, στα
δάχτυλα χωρίς να υπολογίζει τα ουρλιαχτά μας και τα παρακάλια μας.
-Τ’ αγγόνια τα δικά μου θα γίνουν
κλέφτες; έλεγε με οργή, τ’ αγγόνια τα δικά μου θα φέρουν στο σπίτι μου κλεμμένα
και να ξύλο με τον πλάστη, και να οργή, και να τ’ αγγόνια και να ο πλάστης… Με
την άκρη του ματιού μου έβλεπα την μητέρα μου καθισμένη σε ένα καρεκλάκι να
κρατάει το κεφάλι της και να κλαίει, αυτό με πείραξε ακόμη περισσότερο, ήθελα
να τρέξω κοντά της και να τα ζητήσω συγγνώμη αλλά που, άφηνε ο δικαστής. Η
τιμωρία ξεκίνησε κατά τις οκτώ το απόγευμα, η παιδονόμος κατά τις δυο το πρωί
σταμάτησε το ξυλοφόρτωμα και με μια διαταγή μας έστειλε να κοιμηθούμε στον
αχυρώνα μαζί με τα ζώα. Την άλλη ημέρα η γριά γυναίκα, μας κοίταζε με ένα
βλέμμα παγερό και ξαφνικά μας λέει: αυτά που πήρατε να τα γυρίσετε πίσω.
Που να τα πάμε, σε ποιον να τα
δώσουμε, και τι να του πούμε. Τελικά τα κλεμμένα κατέληξαν στο ρέμα. Χεχεχεχε
από εκείνη την ημέρα ούτε ξένη καρφίτσα δεν γύρισα να κοιτάξω όχι να απλώσω
χέρι…
Στο χωριό μας έχουμε δυο μαχαλάδες
-συνοικισμούς που ανάμεσα τους περνάει ένας χείμαρρος ο Ξεριάς όπως τον λέμε
στο χωριό. Εμείς μέναμε στον πέρα μαχαλά ή στα βλάχικα όπως λέγαμε εκείνα τα
χρόνια μιας και οι περισσότεροι ήμασταν Σαρακατσαναίοι και κατά συνέπεια εμάς
τα παιδιά μας φώναζαν βλαχούλια ενώ τα παιδιά από τον άλλο μαχαλά τα φωνάζαμε
χωριανούλια. Θυμάμαι ο μαχαλάς μας είχε πολύ ζωή μιας και ήμασταν πολλά παιδιά,
τότε οι περισσότερες οικογένειες ήταν πολύτεκνες και δεν έλειπαν ποτέ τα
παιχνίδια και οι φωνές σε όλες τις γειτονιές απ’ όλες τις ηλικίες. Απ’ όπου και
να πέρναγες άκουγες παιδιά να κλαίνε, μανάδες να φωνάζουν στα παιδιά τους για
να διαβάσουν η να φάνε, γέρους να τραγουδάνε, γριές να λένε παραμύθια, παλιές
ιστορίες και γεγονότα. Επίσης από στον δρόμο έφταναν οι μοσχοβολιές από τις
κουζίνες. Η κάθε νοικοκυρά κάθε ημέρα συναγωνίζονταν την άλλη σε νοικοκυροσύνη.
Παντού σε όλα τα σπίτια υπήρχαν λουλούδια που μοσχοβολούσαν. Οι τοίχοι ήταν
ασπρισμένοι με ασβέστη και οι άνθρωποι ήταν καλοσυνάτοι.
Ποιος από εμάς καθότανε σπίτι
εκείνα τα χρόνια; ξέραμε απ’ έξω κάθε νεράκι, κάθε ραχούλα και κάθε κρυψώνα
ξέραμε επίσης ποιος είχε τα καλύτερα οπωροφόρα και το καλύτερο μποστάνι
(μπαχτσέ) και παραφυλάγαμε πότε να βρούμε την ευκαιρία να κλέψουμε κανένα
ροδάκινο ή κανένα κορόμηλο ή ότι άλλο μπορούσαμε μιας και τότε δεν υπήρχαν και
πολλά οπωροφόρα. Αυτά που χαιρόμασταν και τα βρίσκαμε εύκολα και ελεύθερα στην
φύση ήταν τ’ αγκόρτσα, τα μύγδαλα (ή τσάγαλα όπως τα λέγαμε στην περιοχή μας),
τα αχλάδια, καλά αυτά τα ξετινάζαμε όπου τα βρίσκαμε μιας και υπήρχαν και
πολλές αχλαδιές τότε, ιδικά δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή. Εκείνα τα χρόνια ο
ΟΣΕ είχε φυτέψει αχλαδιές παράλληλα με τις γραμμές του τρένου και κάποια στιγμή
έβαζε τους υπαλλήλους και τα μάζευαν. Ο φύλακας που έλεγχε την γραμμή έλεγχε
και τις αχλαδιές.
Άλλη θύμηση τώρα. Θα ήμουνα έξι-επτά
χρονών, θυμάμαι ήμουν ή με τον αδερφό μου τον Κώστα ή με τον Δημητράκη το
γειτονάκι μας, είχαμε ανέβει πάνω σε μια αχλαδιά του ΟΣΕ δίπλα από τη γέφυρα
δυτικά του πασάγιου στον Ζούπορνο. Είχαμε μάλιστα βγάλει τα παπούτσια (ο θεός
να τα κάνει παπούτσια) και τα είχαμε αφήσει κάτω από την αχλαδιά για να μην μας
εμπόδιζαν να ανέβουμε πάνω της. Κάποια στιγμή ενώ εμείς τρώγαμε τα αχλάδια αντιληφθήκαμε
ότι ένα παιδί με ένα ποδήλατο μας κοίταζε από τον δρόμο. Ήταν ένα παιδί από την
Λαμία που είχε βγει βόλτα με το ποδήλατο του.
-Εεε παιδιά να πάρω και εγώ ένα
αχλάδι;
-Και δεν παίρνεις! Δικά μας είναι;
Απορροφημένοι δεν δώσαμε σημασία
και συνεχίσαμε να τρώμε τα πεντανόστιμα αχλάδια.
Ξαφνικά ακούσαμε σφυριχτό θόρυβο
ένα βαααπ και το παιδί να ουρλιάζει.
-Όχι εγώ θείο, όχι εγώ θείο τα
παιδιά μου είπαν να ανέβω…
Χεχχε είχε έρθει ο φύλακας της
σιδηροδρομικής γραμμής είδε το παιδί που προσπαθούσε να ανέβει στην αχλαδιά και
άρχισε να τον δέρνει με την ζώνη του.
Ενώ το παιδί ούρλιαζε εμείς
προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπο πως θα ξεφύγουμε από τον φύλακα μιας και είχαμε
αφήσει τα παπούτσια μας στην βάση της αχλαδιάς. Ενώ ο φύλακας έδερνε το ξένο το
παιδί εμείς πηδήξαμε από το δέντρο και τρέχαμε πανικόβλητοι για να ξεφύγουμε,
από τον φόβο μας ούτε που καταλάβαμε ότι πατάγαμε στα τριβόλια. Όταν κάποια
στιγμή σταματήσαμε μετά από κάποια χιλιόμετρα μακριά βγάζαμε τα τριβόλια από
τις πατούσες μας με τις χούφτες. Φαντάσου πόσο σκληραγωγημένοι ήμασταν.
Η παρέα μας συνήθως μαζευόμασταν
έξω από το σπίτι μας και αποτελούταν από πολλά άτομα, εμείς τέσσερα αδέρφια, ο
Πάνος και ο Μήτσος, άλλα δυο αδέρφια, ο Κώστας και ο Δημήτρης τα ξαδέρφια μας
άλλα δυο αδέρφια, ο Νίκος και ο Κώστας δυο παιδιά από τον διπλανό δρόμο, η
Δήμητρα, η Σούλα η αδερφή της η Γιούλα και η μικρούλα Λένα κοπέλες της παρέας
μας. Που και που έρχονταν ο Νικολάκης και ο Γρηγόρης από το διπλανό χωριό αν
και έμενε δίπλα μας όταν έρχονταν στο χωριό...
Η παρέα μας ήταν ενωμένη, πάντα
παίζαμε χωρίς πολλές φασαρίες στη δική μας γειτονιά. Τα κορίτσια δεν
απομακρύνονταν από τα σπίτια τους σε αντίθεση με εμάς που δεν αφήναμε πέτρα
πάνω στην πέτρα. Θα μπορούσες να μας βρεις στα πιο απίθανα μέρη. Είτε
διοργανώναμε εκστρατείες, είτε καταστρώναμε διάφορα σχέδια για το πώς θα
κλέψουμε κανένα, φρούτο, κανένα μποστάνι και πολλά άλλα ενδιαφέροντα για την
ηλικία μας πράγματα.
Αλλά το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της
ζωής μας ήταν οι ερωτικές μας περιπέτειες. Στα κορίτσια του χωριού μας δεν
τολμούσαμε να πλησιάσουμε διότι μας ήξεραν οι γονείς τους οι συγγενείς τους ειδικά
στον μαχαλά μας ούτε να το σκεφτούμε. Γενικά εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολο για
μια κοπέλα να ξεμυτίσει από το σπίτι της, αλλά παρόλα αυτά πάντα υπήρχαν τα
ψιλοφλερτάκια και οι ψιλοέρωτες… Όλοι περιμέναμε πότε θα έρθουν τα Χριστούγεννα
ή το Πάσχα να έρθουν οι κοπέλες από την Αθήνα που είχαν πιο ανοιχτή
συμπεριφοράς από τις κοπέλες του χωριού μας. Εκεί να δεις πανηγύρια, να πέφτουν
οι μοιρασιές στα ρέματα ποιος θα πάρει πια, (χεχεχεχε τις είχαμε και σίγουρες)
και να τσακωμοί και να ξύλο και να φασαρίες. Αφού δεν βγάζαμε ποτέ άκρη στην
μοιρασιά πηγαίναμε όλοι μαζί έξω από τα σπίτια που τις φιλοξενούσαν και να
κόντρες με τα ποδήλατα και να φιγούρες πάνω στα ποδήλατα και να τσακωμοί και να
ξύλο και να φασαρίες για το ποιος θα επιδειχτεί περισσότερο.
Αργότερα εγώ με τον Πάνο που
ήμασταν και μεγαλύτεροι αρχίσαμε να ξεφεύγουμε από τον μαχαλά μας και
πηγαίνουμε και στον πέρα μαχαλά και δειλά δειλά αρχίσαμε να μπαίνουμε στο
καφενείο. Εκείνα τα χρόνια δεν σου επέτρεπαν οι μεγαλύτεροι να μπεις μέσα και
να καθίσεις. Ήταν κάποιοι που αν σε έβλεπαν στο καφενείο σε άρπαζαν από το αυτί
και σε πέταγαν έξω. Γι’ αυτό έπρεπε να πάμε καλοκαίρι να καθίσουμε στην αρχή
έξω κα μας συνηθίσει το μάτι των μεγαλύτερων και έπειτα σιγά σιγά να μπούμε
μέσα και τον χειμώνα. Χεχεχεχε Δύσκολα πράγματα βλέπεις.
Αλλά και οι άνθρωποι ήταν
διαφορετικοί εκείνη την εποχή οι περισσότεροι ήταν απλοί άνθρωποι του μόχθου
κοίταζαν την οικογένεια τους χωρίς να δίνουν δικαιώματα σχολιασμού. Το καφενείο
ήταν για μας κάτι το ιερό και όταν πρωτομπήκαμε είχαμε την αίσθηση ότι μπαίναμε
σε άβατο και κοιτάζαμε γύρω μας με δέος. Χεχεχεχε εκεί γνωρίσαμε τους πιο
γραφικούς ανθρώπους του χωριού. Άλλοι έπαιζαν χαρτιά, άλλοι αστειεύονταν και
άλλοι φιλοσοφούσαν. Οι τελευταίοι ήταν οι αγαπημένη μου παρέα. Ανάμεσα σε
αυτούς ήταν ο Γάτος ή μαραγκός παρατσούκλι που βγήκε από το επάγγελμα του,
βέβαια όλοι τον φώναζαν με το παρατσούκλι πολύ σπάνια τον φώναζε κάποιος με το
όνομα του. Ήταν ο μόνος που κάθε εβδομάδα είχε εφημερίδα. Την αγόραζε την
έφερνε στο χωριό και με καμάρι την επιδείκνυε στο καφενείο. Έπειτα με τις ώρες
συζητούσαν και ανέλυαν τα πολιτικά γεγονότα της εποχής. Ο μαραγκός όχι μόνο
είχε πολιτική γνώμη αλλά είχε τον τρόπο να την επιβάλει και στην φιλοσοφική του
παρέα…
Άλλος μεγάλος και τρανός της παρέας
ήταν ο πρόεδρος όλοι έτσι τον φωνάζαμε απλά γιατί ήταν ο πρόεδρος του χωριού.
Προσωπικά άργησα πολύ να μάθω το όνομα του γιατί απλά όλο το χωριό τον φώναζε
με την ιδιότητα του. Κάποια στιγμή έμαθα ότι λέγεται Βαγγέλης Λιάκος και μου
έκανε εντύπωση και έψαχνα να βρω τι γίνεται… Στην παρέα των φιλοσόφων ήταν τρία
με τέσσερα άτομα ακόμη που δεν θυμάμαι τα ονόματα τους. Αλλά πάντα θυμάμαι τον
εαυτό μου να παρακολουθεί μαγεμένος τις συζητήσεις τους που ήταν ποικίλης ύλης
τα πειράγματα τους και τις ιδιοτροπίες τους. Πιο πέρα στην γωνία μαζεύονταν οι
χαρτοπαίχτες χεχε πάντα στο ίδιο τραπέζι και πάντα στις ίδιες καρέκλες μέσα
στον καπνό και στα τσιγάρα και μόνιμα πάνω από ο τραπέζι μια κολλητική ταινία
γεμάτη μύγες κρεμασμένη από το ταβάνι…
Πέρα όμως από τους θαμώνες του
καφενείου υπήρχαν και ποιοι άλλοι αξέχαστοι γείτονες όπως ο Μπαρπαλιάς, ο
Κοντογιώργος, ο Γερομήτρος ο Καζανής, ο Κώστας ο Τσαμαδιάς, ο Κώστας ο Παντζιάς
και άλλοι που θα τους δούμε παρακάτω.
Ο Μπαρπαλιάς ήταν γείτονας μου και
τον ήξερα καλά. Ήταν ένας άνθρωπος ήσυχος στωικός σεβάσμιος Σαρακατσάνος στην
καταγωγή και με πολύ υψηλό μορφωτικό επίπεδο για την εποχή του. Τον θυμάμαι που
ανεβοκατέβαινε πάνω κάτω στην στράτα με την γλίτσα στη μασχάλη και πήγαινε στο
μαντρί που είχε στην άκρη του χωριού. Μια μέρα όπως ανέβαινε στη στράτα πιάσαμε
κουβέντα:
-Μπαρπαλιά πόσο χρονών είσαι; Με
πλησίασε στο αφτί και μου λέει ψιθυριστά.
-Ογδόντα τρία.
-Και γιατί μου το λες στο αυτί;
Έδειξε με το δάχτυλό του τον ουρανό και μου λέει.
-Μ’ έχει ξεχάσει… δεν φωνάζω δυνατά
μην με ακούσει με θυμηθεί και με πάρει… είπε σοβαρά ο σεβάσμιος γέροντας και
συνέχισε ήρεμα στην στράτα του.
Άλλη μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία
της γειτονιάς μας ήταν ο Γερομήτρος ο Καζανής.
Ανοιχτόκαρδος καλαμπουρτζής και
γαλήνιος! Μια από τις χαρακτηριστικές του συνήθειες ήταν ο τρόπος που έπινε τον
καφέ του. Καθόταν σταυροπόδι έβαζε το φλιτζάνι με τον καφέ πάνω στο γόνατο του
και τον απολάμβανε λέγοντας διάφορες ιστορίες.
Θα ήμουν πέντε έξι χρονών όταν όλη
η παρέα είχε ξεκινήσει για την Καμζόραχη. Στην άκρη του χωριού κάτω από τον
ίσκιο μιας καναπίτσας συναντήσαμε τον Γερομήτρο. Όλοι μαζί παρακαλέσαμε να μας
πει ένα τραγούδι. Ο σεβάσμιος γέροντας ποτέ δεν μας χαλούσε το χατίρι. Μας είπε
ένα τραγουδάκι που το θυμάμαι ακόμη παρόλα τα χρόνια που έχουν περάσει.
«Στην καλύβα μ’ ου καημένους
ήμουνα σιγουρεμένος,
φύλαγα τα κερασάκια,
μην τα φαν’ τα κοριτσάκια.
Έστησα ένα σιδεράκι
πιάνου μια απ’ του πουδαράκι.
Την τραβάου στην καλύβα
σκούζει βάζει σαν την γίδα.
Έφτασαν πεντέξι χήρες
Μ’ όλου με τις μαλοτήρες.
Έφτασε και μια χοντρή.
Μούκανε τα κόκαλα μου
μαλακά σαν την κοιλιά μου».
Αλλά ο πιο αψύς και πιο ζωντανός
απ’ όλους ήταν ο Μαρπακώστας ο Τσαμαδιάς. Γείτονας μου και νουνός του αδελφού
μου του Κώστα. Πανέξυπνος άνθρωπος δαιμόνιος θα μπορούσα να πω. Πάντα κάτι είχε
στο μυαλό του και πάντα σκαρφίζονταν κάτι παραπάνω.
Θα πρέπει να πήγαινα στην δευτέρα
δημοτικού. Ήταν εικοσιοκτώ Οκτώβριου. Πρωί πρωί όλη η παρέα με άσπρα πουκάμισα
και μπλε παντελόνια ξεκινήσαμε για το σχολείο. Στο ρέμα συναντήσαμε τον
Μαρπακώστα τον Τσαμαδιά. Μας σταμάτησε και μας ερωτάει με στόμφο.
-Τι έγινε ρε λιανοπαίδια σαν σήμερα;
Εμείς όχι ότι δεν ξέραμε αλλά περισσότερο ξαφνιαστήκαμε από τον τόνο της φωνής
του.
Ο Μπαρπακώστας άρχισε να μιλάει για
την ιστορική επέτειο. Τα μάτια του πέταγαν φλόγες και το στόμα του κεραυνούς.
-Σαν σήμερα ρε σεις οι φασίστες
επιτέθηκαν στην πατρίδα μας. Οι πατεράδες μας τους πολέμησαν με νύχια και με
δόντια. Αμυνόμενοι στην αρχή για τα πάτρια εδάφη και για τα κόκαλα των προάγων
μας και έπειτα τους πήραν στα ποδάρια. Εμείς παρακολουθούσαμε συγκινημένοι τον
Μπαρπακώστα. Η φωνή του θα πρέπει να έφτανε μέχρι τον κάμπο, οι κινήσεις του
ήταν γρήγορες και αστραπιαίες και ένοιωθε ότι το ζούσε αυτό που μολόγαγε.
-Να στα ποδάρια οι μακαρονάδες, και
να από πίσω οι δικοί μας, συνέχισε ο Μπαρπακώστας. Παίρναμε τις πόλεις μια μετά
την άλλη, πέφτανε τα φυλάκια ένα μετά το άλλο στον ελληνικό στρατό. Μπήκαμε
στην Βόρειο Ήπειρο κυνηγώντας τους μακαρονάδες. Ορέ θα τσ’ πετάγαμε στη θάλασσα
αν δεν έρχονταν οι παλιογερμαναράδες, συνέχισε με καμάρι και στόμφο ο
ηλικιωμένος γείτονας.
-Τώρα που θα πάτε στην παρέλαση θα
έχετε ψηλά το κεφάλι και το στήθος φουσκωμένο για να τιμήσετε τα παλικάρια που
έπεσαν στην Αλβανία. Εντάξει ορέ.
-Ναι Μπαρπακώστα.
-Άιντε φευγάστε τώρα και όπως
είπαμε στην παρέλαση.
-Εντάξει.
Πιο πάνω στην άκρη του χωριού έμενε
ο Μπαρπακώστας ο Παντζάς. Ήσυχος και γαλήνιος άνθρωπος. Δεν ενοχλούσε ποτέ
κανέναν δούλευε τσοπάνος, από την δουλειά γύριζε στο σπίτι του και ξανά πάλι
στην δουλειά. Η μόνη του έννοια ήταν η οικογένεια του. Μεγάλωσε τρία παιδιά ο
μεγάλος του ο γιος ο Χρήστος αξιωματικός του στρατού ξηράς με πτυχία και
μετεκπαιδεύσεις στο εξωτερικό είναι σήμερα μεγάλος και τρανός στις δυνάμεις του
ΝΑΤΟ κάπου στις Βρυξέλες. Δίπλα του ο Μπαρπαθανάσης ο Κούτρας. Αψύς με λίγες
κουβέντες για τον πολύ τον κόσμο. Κι αυτός τράνεψε τρία παιδιά ο γιος του ο
Κώστας είναι και αυτός αξιωματικός του στρατού ξηράς. Σήμερα είναι στρατιωτικός
διοικητής κάπου στη βόρεια Ελλάδα. Παραδίπλα ο αδελφός του ο Πάνος ένας
υπέροχος Σαρακατσάνος. Ομιλητικός έξυπνος και πάντα ευγενικός με όλους. Θυμάμαι
κάποτε είχα φτιάξει έναν χαρταετό και τον πέταγα στη Καμζόραχη. Κάποια στιγμή
πέρασε ο Μπαρπαπάνος τον είδε που είχε πάει πολύ ψηλά και μου λέει. Ορέ Γιώργο
στα ουράνια τον έστειλες τον αετό. Φαίνεται του έκανε πολύ εντύπωση και από
τότε και πέρα όταν με εύρισκε πάντα για τον χαρταετό μου έλεγε. Ορέ Γιώργο
εκείνη την χρονιά εκείνον τον αετό στα ουράνια ορέ τον έστειλες. Φανταστικός
άνθρωπος ο Μπαρπαπάνος. Μεγάλωσε τέσσερα παιδιά. Ο μεγάλος του ο γιος ο Κώστας
είναι και αυτός υψηλόβαθμος αξιωματικός του στρατού ξηράς, ο άλλος του ο γιος ο
Μήτσος διατέλεσε για πολλά χρόνια πρόεδρος στο χωριό και αντιδήμαρχος στην
Λαμία. Όσο για τις γειτόνισσες όλες καλόβουλες και νοικοκυρές ήταν η εποχή που
το πρόβλημα της κάθε οικογενείας ήταν πρόβλημα της γειτονιάς.
Θα πήγαινα στην τρίτη δημοτικού
εκείνον τον χειμώνα το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει πολύ και ο Ξεριάς έχει
κατεβάσει. Το πρωί άρχισε πάλι να βρέχει και δεν είχαμε πάει στο σχολείο. Το
απόγευμα αφού σταμάτησε η βροχή κατεβήκαμε όλη η παρέα στον ξεριά να δούμε πως
περνάει το νερό. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να παίζουμε σπρωξιά στην σπρωξιά έπεσα
μέσα στο νερό και έγινα μούσκεμα από πάνω μέχρι κάτω. Ευτυχώς που δεν με
παρέσυρε το ρέμα. Αντί να πάω στο σπίτι να αλλάξω ρούχα συνέχισα να παίζω
βρεγμένος από πάνω μέχρι κάτω. Όταν πια άρχισα να κρυώνω πολύ τότε αποφάσισα να
γυρίσω στο σπίτι. Αφού άκουσα τα μύρια κι όσα με άλλαξε η μητέρα μου και με
έβαλε να καθίσω δίπλα στο τζάκι. Αλλά ήδη ήταν πολύ αργά είχα ανεβάσει υψηλό
πυρετό. Μέχρι το βράδυ έκαιγα –ψηνόμουν. Κάποια ώρα με πήρε ο ύπνος. Κάποια
στιγμή αργά το βράδυ ξύπνησα. Τότε είδα ότι στην γειτονιά είχε σημάνει
πανστρατιά όλες οι γυναίκες της γειτονιάς ήταν από πάνω μου και με κοιτούσαν με
αγωνία. Είχαν ζεστάνει κεραμίδια και τούβλα στο τζάκι τα είχαν τυλίξει με πανιά
και τα είχαν βάλει στο στήθος μου. Βλέποντας όλες αυτές τις γυναίκες από πάνω
μου ξαφνικά ένοιωσα μια ασφάλεια, μια γαληνή και μια θαλπωρή και ξανακοιμήθηκα.
Την άλλη ημέρα το πρωί ήμουν περδίκι. Δεν έγινα καλά από τα πυρωμένα τούβλα και
τα κεραμίδια και ούτε μου πέρασε το κρύωμα στα καλά καθούμενα αλλά ήταν η
αυθυποβολή που επέβαλα στον εαυτό μου βλέποντας όλες αυτές τις υπέροχες παλιές
ελληνίδες δίπλα μου.
Σαν παιδιά θυμάμαι, κάθε άνοιξη
μαζί με τα λουλούδια άνοιγε και η καρδιά μας, νοιώθαμε μεγάλοι το μυαλό μας
έτρεχε πάντα μακριά. Θυμάμαι εκείνη τη χρονιά έκανε πολύ ζέστη με τον Πάνο
είχαμε αράξει κάτω από μια μουριά του καφενείου του Μπακάλη. Είχαμε βάλει τα
πόδια μας πάνω σε δυο καρέκλες και τα χέρια μας πάνω σε άλλες δύο χεχεχε
συνολικά πιάναμε από πέντε καρέκλες ο καθένας, είχαμε κλείσει τα μάτια λέγαμε
ιστορίες και καταστρώναμε σχέδια σαν να ήμασταν μεγάλοι καρδιοκατακτητές. Δεν
είχαμε αντιληφτεί τον μπακάλη που μας είχε πλησιάσει και ξαφνικά άρχισε να μας
λούζει μα βρισιές. Ήταν και ψευδός και δεν καταλαβαίναμε τι μας έλεγε αλλά από
την τρομάρα μας δεν καταλάβαμε πότε φτάσαμε στον μαχαλά μας.
Μέρα με την ημέρα απλώναμε τα φτερά
μας, ήταν να μην πάμε στην Λαμία η μάλλον ήταν να μην κάνουν το λάθος οι γονείς
μας να μας δείξουν τους δρόμους της Λαμίας. Από εκείνη την ημέρα πολύ σπάνια
μας έβλεπαν πια στο χωριό. Μαζεύαμε δεκάρα δεκάρα, πενηνταράκι πενηνταράκι τα
λεφτά μας για να έχουμε εισιτήρια να μπορέσουμε να πάμε με το λεωφορείο στην
Λαμία, αλλά αυτά τα άτιμα ποτέ δεν μας έφταναν και έτσι αποφασίσαμε να
πηγαίνουμε τζάμπα για να έχουμε μερικές δραχμές για την πόλη, είτε για να πάμε
σινεμά είτε για να πάρουμε σπόρια ή κανένα αναψυκτικό. Τώρα το να πηγαίνουμε
τζάμπα τι σημαίνει; Χεχεχε απλά όταν έφευγε το λεωφορείο τρέχαμε πιανόμασταν
από την σκάλα που είχε πίσω του και πηγαίναμε στην πόλη κρεμασμένοι.
Θυμάμαι ότι από μικρό παιδί στον
κάμπο μαζεύαμε καπνά, βαμβάκια σιτάρια, καλαμπόκια κ.λπ.
Όταν δεν είχαμε δουλειά στα δικά
μας χωράφια τότε πήγαινα για μεροκάματο σε δουλειές άλλων, είτε σκαλίζαμε
κήπους, είτε φορτώναμε καπνά, είτε πήγαινα στην Λαμία σε διάφορες δουλειές.
Θυμάμαι ότι ήμουν ο πρώτος που ανέπτυξε συνδικαλιστική δραστηριότητα στο χωριό.
Ήμασταν τρία τέσσερα άτομα στην ηλικία μας που σκαλίζαμε κήπους πρέπει να
πηγαίναμε στην πέμπτη η έκτη δημοτικού. Το μεροκάματο τότε ήταν δεκαεννέα
δραχμές για πολλά χρόνια. Κάποιος από αυτούς μια χρονιά αντί να το ανεβάσει το
κατέβασε στις δεκαοκτώ δραχμές. Θυμάμαι μάζεψα και τους άλλους τρεις και τους
λέω δεν θα πάει κανένας για σκάλισμα σε όλο το χωριό αν το μεροκάματο δεν πάει είκοσι
μία δραχμές. Μετά από μια εβδομάδα ο ίδιος ήρθε και μας παρακάλαγε να
δουλέψουμε και θα μας έδινε δεκαεννέα δραχμές μεροκάματο, αλλά εμείς ήμασταν
ανένδοτοι. Τελικά τα βρήκαμε στις είκοσι δραχμές.
Παρόλα αυτά εκείνα τα χρόνια τα
πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, ήμασταν μεγάλη οικογένεια τα λεφτά λίγα και κάποιος
έπρεπε να φύγει σε αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Έτσι σε ηλικία δεκαπέντε ετών
αποχαιρέτισα τους δικούς μου και κατέβηκα στο μεγάλο χωριό. Στην αρχή έκανα
δουλειές του ποδαριού, ότι έβρισκα.
Θυμάμαι ότι δούλευα είτε μάντρες
υλικών οικοδομής, είτε καθάριζα πατάτες σε εστιατόρια και γενικά έκανα ότι
μπορούσα για να ζήσω.
Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι με
ενδιέφερε περισσότερο να εμποτίζω την συνείδηση μου γνωρίζοντας καινούργιους
ανθρώπους και καταστάσεις παρά να βγάζω περσότερα χρήματα, και έτσι άλλαζα τις
δουλειές μια μετά την άλλη.
Κάποια στιγμή με τις γνωριμίες που
είχα αποκτήσει κατάφερα και "τρύπωσα" στο δημόσιο.
Εκείνα τα χρόνια η ζωή ήταν καλή τα
λεφτά έφταναν για να ζήσει κάποιος αρκεί να έκανε καλό κουμάντο. Αλλά και τότε
υπήρχαν οι ανισότητες και τότε μάλιστα ήταν πιο φανερές. Τότε ακριβά αυτοκίνητα
και σπίτια είχαν αυτοί που είχαν χρήματα. Τότε ήξερες ποιοι είναι πλούσιοι και
ποιοι όχι. Έκαναν μπαμ από μακριά.
Θυμάμαι ότι στα πρώτα χρόνια που
ξεκίνησα να δουλεύω κατάλαβα ότι όσο σκληρά και να δουλέψω δεν πρόκειται να
γίνω ποτέ πλούσιος και ότι ο πλουτισμός δεν είναι αποτέλεσμα σκληρής εργασίας.
Θυμάμαι ότι άκουγα ότι ο τάδε είναι υπουργός ή είναι γιος του τάδε, είτε είναι
στρατιωτικός ή δικηγόρος και βγάζουν πολλά λεφτά. Εκείνη την εποχή δηλαδή τα
χρήματα τα είχαν και τα εκμεταλλεύονταν οι έχοντες και η κατέχοντες. Οι
υπόλοιποι ζούσαν όπως ζούσαν και οι γονείς τους, δηλαδή τα έβγαζαν με αυτά πουν
κατάφερναν να βγάζουν από τη δουλειά τους. Σύντομα συνειδητοποίησα ότι όλοι οι
παραπάνω είχαν τις άκρες στους στην κυβέρνηση, στις τράπεζες, στις εφορίες κ.λπ.,
δηλαδή ήταν αυτοί που έλεγχαν το σύστημα έκαναν τις μαϊμουδιές τους, τις
λαμογιές τους και καλοπερνούσαν.
Συνειδητοποίησα επίσης ότι το
πολιτικό σύστημα που αντιπροσώπευε όλους αυτούς τους ανθρώπους ήταν ο
καπιταλισμός, ένα σύστημα το οποίο συγκέντρωνε τα χρήματα από τους πολλούς,
καπιταλιστές και μη οι οποίοι δούλευαν σκληρά όλη μέρα και τα έδινε στους
λίγους που ήταν όλοι καπιταλιστές χωρίς να ενδιαφέρεται αν τα αξίζουν η όχι
αρκεί να είναι στο σύστημα.
Έτσι αποφάσισα να κάτσω στα αυγά
μου να βγάζω τα απαραίτητα προς το ζην και να μην έχω και πολλές σκοτούρες στο
κεφάλι μου.
Το 80 ή το 81 βρισκόμουν στο
ναυτικό νοσοκομείο (ΝΝΑ) με βαριά πνευμονία. Ένα βράδυ είδα ένα όνειρο.
Περπατούσα μέσα στους διαδρόμους του νοσοκομείου κρατώντας από το χέρι ένα
χαριτωμένο κοριτσάκι. Κάποια στιγμή το κοριτσάκι άφησε το χέρι μου και άρχισε
να απομακρύνετε. Πήγε μέχρι την πόρτα την άνοιξε μου χαμογέλασε γλυκά σήκωσε το
χεράκι του, με χαιρέτησε και χάθηκε πίσω από την πόρτα. Θυμάμαι ότι εκείνο το
βράδυ έκλαιγα μέχρι το πρωί. Έκλαιγα στον ύπνο μου. Εκείνη την ημέρα κατάλαβα
ότι τα χρόνια της αθωότητας και της ανεμελιάς είχαν τελειώσει για πάντα. Και
πράγματι από τότε μέρα με την ημέρα χωνόμουν όλο ποιο βαθιά μέσα στην ζωή.
Έζησα μέσα στα «σκατά» που κάποιοι τα δημιούργησαν και τα είπαν κοινωνία.
Σαράντα τρία χρόνια αργότερα
κάνοντας την αυτοκριτική μου καταλαβαίνω ότι τόσα χρόνια μέσα στην κοινωνία το
μόνο που λέρωσα ήταν τα ρούχα μου. Η ψυχή μου έμεινε αλώβητη όπως ήταν τότε που
έφυγα σαν έφηβος από το χωριό αναζητώντας καλύτερη τύχη.
--
«Ένα καράβι είναι καλύτερα να θαλασσοδέρνεται στη
θάλασσα παρά να σκουριάζει στο λιμάνι».
Υ.Γ. «Η παλιά γειτονιά» αναφέρεται
στο χωριό Λυγαριά Φθιώτιδας
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου