Πάσχα της αθωότητας
[Του Βασίλη Κανέλλου]
Κατά το Φλεβάρη, κάποια χρονιά της παιδικής μας ηλικίας, ο νονός του αδελφού μου μάς έφερε ένα αρνάκι. Ένα θηλυκό πλασματάκι, κάτασπρο, με μια μαύρη βούλα στο ένα του αυτί. Οι γονιοί μας τού φτιάξαν ένα κονάκι δίπλα στο κοτέτσι κι εμείς αναλάβαμε να το μεγαλώσουμε. Με το μπιμπερό κι αγελαδίσιο γάλα. Τίνα το βαφτίσαμε. Σαν μπήκε και η άνοιξη για τα καλά, εκεί στα τέλη Μαρτίου, χόρτασε παιχνίδι και φαγητό στο γρασίδι. Το σκασμένο μας τρέλανε με τα νάζια του. Μας περίμενε στην αυλόπορτα όταν γυρίζαμε από το σχολείο. Όσο όμως πλησίαζε η Λαμπρή τόσο μας έπιανε η μελαγχολία. Μαντεύαμε την τύχη του αν και η μάνα μάς διαβεβαίωνε ότι θα το κρατάγαμε για προβατίνα. Κάπως έτσι έφτασε το Μεγαλοβδόμαδο. Το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου το αρνάκι έλειπε.
-Το «κρατήσαμε για έχειμα» δικαιολογήθηκε η μάνα μας. Το δώσαμε σ΄ έναν τσοπάνη για να μεγαλώσει σε κοπάδι και να γίνει προβατίνα. Φέτος θα ψήσουμε κατσίκι από το χασάπη.
Τουλάχιστον γλίτωσε το μαχαίρι. Το βραδάκι πέρασε ο δερματέμπορος με το τρίκυκλο και πήρε από το σπίτι μια τσάντα. Η ψυχή μας ράγισε. Με το ζόρι πήγαμε στην Ανάσταση. Κρέας δε βάλαμε στο στόμα μας εκείνη τη Λαμπρή. Κρυφοκλαίγαμε όλη τη μέρα. Ποιος νοιάστηκε για το έθιμο και τις παραδόσεις. Ήταν σαν να έφυγε κάποιος από την οικογένεια...
(Στη φωτογραφία Πάσχα 1965. Ένα τσούρμο αδέλφια και πρωτοξαδέλφια στην αυλή του παππού. Γλόμποι, μοντέλα και ...μοντελάκια).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου