TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Άγιος Γεώργιος Τυμφρηστού (1963-64)

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ
(1963-64)
της καθηγήτριας Αγγελικής Ζολώτα από το βιβλίο της
«Ο δρόμος μου περνούσε από τα Σχολεία»
    Στις  5  Σεπτεμβρίου  του  '63 έπρεπε να  βρίσκομαι  στην  ορ­γανική μου  θέση,  στον Άγιο Γεώργιο Τυμφρηστού. Άλλη απόσπαση δεν μου έδιναν πια. (Από μένα περίμενε η Εκ­παίδευση να πάω εκεί πάνω να... ποτίσω!). Ευχαρίστως όμως έδωσαν απόσπαση στον άντρα μου απ' την Αμφί­κλεια για τον Αϊ-Γιώργη, με την υποχρέωση βέβαια να δι­ευθύνει το Σχολείο. Η πεθερά μου έβαλε τα κλάματα:
-Είναι μακριά αυτό το μέρος;
-Σώπα, μάννα! Μην κάνεις έτσι! Δεν θα σε πάμε στην Αυστραλία! την... παρηγόρησε ο γιος της.
Βρίσκουμε τον Γιάννη Παπαδήμα, που είχε φορτηγό.
-Πόσα θέλεις να μας πας εκεί;
-Τετρακόσιες δραχμές.
(Πολλά! Ήταν το ένα πέμπτο ενός μισθού... Όλα μας φαίνονταν τότε ακριβά, γιατί δεν είχαμε τίποτε και έπρεπε συνεχώς να αγοράζουμε και να πληρώνουμε. Γρήγορα ό­μως κατάλαβα, πως τέτοια πράγματα δεν έπρεπε να με τρομάζουν, τους πήρα τον αγέρα και, όταν αγόραζα, έλε­γα: «Φέρτε μερικά!»)
Τα μαζεύουμε, τα φορτώνουμε και -ήταν απόγευμα- σκαρφαλώνουμε στο φορτηγό. Δίπλα στον οδηγό η πεθερά μου - απελπισμένη για τον... ξενιτεμό - εγώ και το μωρό μου. Θυμάμαι πάντα την ομορφιά του με το άσπρο φορεματάκι και τα κατακόκκινα μάγουλα. Ο άντρας μου καθό­ταν... χύμα πίσω στην καρότσα, πάνω σε κάτι στρώματα, έριχνε ματιές απ' το τζαμάκι, κι ο αέρας αναστάτωνε τα κατάμαυρα μαλλιά.
Ζέστη, ο δρόμος στενός, εγώ ζαλίστηκα (πάντα υπέφε­ρα στ' αυτοκίνητα) - στις στροφές του Μπράλου κόντεψα να πεθάνω!... Μόλις περάσαμε το Λιανοκλάδι, ρώτησα τον οδηγό μας:
-Είναι μακριά ακόμα;
-Καμιά διακοσαριά στροφές!...
    Την ώρα που χαμήλωνε ο ήλιος πάνω στο λόφο -αμέ­σως απέναντι απ' το ποτάμι, δυτικά- ήμασταν στον Αϊ-Γιώργη.
Αυτός είν' ο Αϊ-Γιώργης! μου λέει ο Παπαδήμας.
Μα δεν βλέπω χωριό!
Τι χωριό θες να δεις; Έχει κάτι σπίτια αραιά δεξιά και αριστερά απ' το δρόμο μέχρι απέναντι απ' το ποτάμι, που παίρνεις τον ανήφορο, και αυτό είναι όλο!
Ένιωσα μεγάλη στενοχώρια.
Τα σπίτια στην πλαγιά πάνω και κάτω απ' το δρόμο, χαμηλά στο βάθος ο Σπερχειός και ακριβώς απέναντι δυτικά ένας απότομος λόφος. Βόρεια και ανατολικά -αλλά πολύ κοντά μας- πάλι λόφοι και βουνά: Ο ορίζοντας ολό­γυρα από παντού κλειστός - μόνο «ένα κόσκινο Θεό» έ­βλεπες.
Δεν μου άρεσε καθόλου. Χωμένη εκεί κάτω χαμηλά έ­νιωθα τους ίσκιους των λόφων και τον όγκο των βουνών να με συνθλίβουν... Έπρεπε όμως να τ' αντιμετωπίσω κι αυ­τό, και να τα βγάλω πέρα.
Κάθε χρόνο η ζωή μου πρόσθετε κι ένα καινούργιο πο­λεμικό μέτωπο... Θα μέναμε στο σπίτι της Μαρίας Θεοδοσόπουλου, που ή­ταν πάνω στο δρόμο, και η κυρία Μαρία, μόλις μας είδε, κατέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια και ήρθε να μας υποδεχτεί:
-Καλώς ήρθατε και καλό Χειμώνα!... Μη στενοχωριέ­σαι, είναι καλό το χωριό μας! είπε σε μένα ιδιαίτερα.
-Όχι, δεν στενοχωριέμαι! της είπα κι εγώ, όμως ήμουνα έτοιμη να βάλω τα κλάματα.
Να και ο κυρ-Ηλίας Θ., ο ανιψιός της.
-Καλώς ορίσατε στο χωριό μας! Να σας βοηθήσω να ξε­φορτώσετε;
-Ναι, μπράβο! είπε ο Παπαδήμας. Νυχτώνει και έχω πάλι δρόμο...
-Εσείς θα μείνετε στο απάνω, εγώ με το γέρο μου είμα­στε στο ισόγειο! είπε η κ. Μαρία.
Το σπίτι ήταν στο κέντρο -ας πούμε- του χωριού, που ήθελες μισή ώρα να πας από τη μια του άκρη ως την άλ­λη. Είχε μια σκάλα πέτρινη κι ανέβαινες επάνω από την πίσω αυλή, τρία δωμάτια στη σειρά, το ένα είχε και τζάκι, και εκεί που τελείωνε η σκάλα μια κουζινούλα της... προσκολλήσεως! (Και, όταν αργότερα αγρίεψε ο καιρός, ο αέ­ρας απ' τις κορφές του Τυμφρηστού διάβαινε και μας τρύ­παγε!...)
-Κυρία Μαρία, πώς είναι έτσι η κουζίνα; ρώτησα.
-Μας την έχτισε ένας συγγενής μας -δεν ήταν και τεχνί­της- για να βάλουμε νερό. Δεν μπόρεσε να την αλείψει καλά, το Χειμώνα είναι παγωμένη, μα τι να κάνουμε...
Απλώσαμε τα κρεβάτια, τα στρώματα, τις κατσαρόλες, τα δέματα με τα λίγα μας ρούχα, έπλυνα σε μια σκάφη το μωρό μου... Ευτυχώς είχε ηλεκτρικό ρεύμα και τρεχούμε­νο νερό.
Ο Παπαδήμας μας αποχαιρέτησε:
-Καλή εγκατάσταση! Καλό Χειμώνα! Και μουρμουρίζο­ντας: Πω-πω, βρε παιδί μου, πού σας φέρανε!...
-Χαιρετίσματα στο χωριό! είπε κλαίγοντας η πεθερά μου.
Την άλλη μέρα το πρωί, 5 Σεπτεμβρίου 1963, πήγαμε στο Σχολείο, που στεγαζόταν στο Δημοτικό, και είχε μόνο τρεις Τάξεις - θα το διηύθυνε ο άντρας μου.
Οι δάσκαλοι -ο κ. Φώτης ο Διευθυντής, η Κίτσα και ο Νίκος Αντωνόπουλος, η Βάσω- μας υποδέχτηκαν θερμά:
-Χαιρόμαστε που σας γνωρίζουμε... Σας περιμέναμε...
Χα μην ανησυχείτε για τίποτε! Θα περάσουμε ωραία!
Και επειδή γινόταν τότε πρωινό συσσίτιο για τα παιδά­κια με ψωμί, γάλα και τυρί Ολλανδικό, ο κ. Φώτης μας πρόσφερε κάτι γενναία κομμάτια και κούπες γεμάτες ως απάνω, και συνήλθαμε. (Το Δημοτικό δεν είχε αρχίσει α­κόμη, αλλά οι δάσκαλοι ήταν ντόπιοι και πήγαν στο Σχο­λείο να μας υποδεχτούν).
Μετά το γάλα και το ψωμοτύρι έριξα γύρω μου μα­τιές. Όλες οι πλαγιές δασωμένες, η μέρα ήταν όμορφη, το φως πεντακάθαρο, το αεράκι των βουνών διάβαινε και μας δρόσιζε, οι δάσκαλοι φιλικοί.
(Οι Εκπαιδευτικοί εξοικειώνονται εύκολα και γρήγορα με­ταξύ τους, ίσως γιατί θητεύουν όλοι σ' ένα χώρο κοινό, ό­μως χώρο ιερό και όσιο - στο χώρο της μάθησης και του Πνεύματος γενικά, στον Κόσμο των παιδιών).
Κατέφτασαν σε λίγο και οι συνάδελφοι μας: Ο Νίκος Δάρας, Γυμναστής, ο Κ. Θεοδώρου, Θεολόγος.
-Είμαι απ' την Αμφίκλεια! είπε ο Δάρας.
-Κι εγώ απ' τη Σουβάλα! είπε ο δικός μου. Και χαίρομαι ιδιαίτερα, που θά 'χει το Σχολείο μας και Γυμναστή.
(Αργότερα θα μας ερχόταν απ' το Γυμνάσιο Μακρακώμης για λίγες ώρες τη βδομάδα και κάποιος Μαθηματι­κός. Δεν θυμάμαι τ' όνομα του, θυμάμαι όμως τον καημό του: Το κορίτσι που αγαπούσε -στην Αθήνα- του το έφαγε ο γαλατάς της γειτονιάς, γιατί έβγαζε, λέει, περισσότε­ρα χρήματα!
-Τέλος πάντων, που έχασα την κοπέλα κάποτε θα παρη­γορηθώ! έλεγε. Αλλά πώς να το χωνέψω, που μου την έ­φαγαν το γιαουρτάκι και το γάλα;
-Ε, βέβαια! Εσύ θα προτιμούσες να την έχει φάει το Πυ­θαγόρειο Θεώρημα! του είπε κάποιος από μας).
* * *
Την 1η Οκτωβρίου συγκεντρώσαμε τα παιδιά και κάναμε αγιασμό. Τα Δημοτικά άρχιζαν στις 21 Σεπτεμβρίου, και μέχρι το '68 γινόταν δυο ώρες μάθημα και το απόγευμα! Το κτίριο ήταν καινούργιο και βρισκόταν από πάνω από το δρόμο στην κάτω άκρη του χωριού. Για τις Τάξεις του Γυμνασίου είχαν παραχωρήσει μόνο δυο αίθουσες και το διάδρομο ανάμεσα -να τον έχουμε αίθουσα κι αυτόν!
(Το τι τραβήξαμε όλο το χρόνο!... Γρου-γρου τα θρα­νία, για να βγαίνουν οι άλλοι, «τουαλέτα» δεν τολμούσε κανείς να ζητήσει, έπρεπε όλοι να μιλάμε σιγά, και, αν κά­ποιος ξεχνιόταν και ζωήρευε τη φωνή του, ακουγόταν στον τοίχο ένα «γκαπ!» φιλικό! Και το Χειμώνα, που ήμα­σταν μόνιμα κρυωμένοι, έπρεπε βέβαια ο βήχας να κόβε­ται!)
Και έτσι άρχισε η Σχολική χρονιά μου στον Άγιο Γεώρ­γιο! Ύστερα απ' το Γυμνάσιο της Αμφίκλειας, τα τμήμα­τα εδώ των σαράντα μαθητών μου φαίνονταν παιχνιδάκι.
Τις πρώτες ώρες μέσ' στις Τάξεις τους διηγήθηκα ωραί­ες ιστορίες -παράλληλα προς την εισαγωγή στο μάθημα- και τους υποσχέθηκα ότι αυτό θα γινόταν πότε-πότε, για να ξεκουράζονται.
(Και μετά οι μαθητές μου το σκέφτονταν πολύ να μου χαλούν χατίρι - δηλαδή έπρεπε να διαβάζουν και να γρά­φουν επιμελώς και με τη θέληση τους!)
Τα παιδιά αυτά ήταν τελείως άβγαλτα. Δεν υπήρχε κι­νηματογράφος, τηλεόραση, εξωσχολικό βιβλίο, οι εφημε­ρίδες έρχονταν στο χωριό μετρημένες, ιδιωτικό αυτοκίνη­το δεν είχε κανένας, οι πόλεις βρίσκονταν πολύ μακριά. Και απ' τα μαθήματα, το μόνο που τους άνοιγε παράθυρο στον σύγχρονο Κόσμο ήταν η Γεωγραφία! Αλλά ήταν κι αυτή τόσο κακογραμμένη...
Ο Γυμναστής, ο Θεολόγος, οι Φιλόλογοι είχαμε αναλά­βει βέβαια και τις Γεωγραφίες και τις Φυσικές, γιατί ο Μα­θηματικός δεν ήταν αρκετός. Και τα διδάσκαμε τα μαθή­ματα αυτά ίσως καλύτερα (!) απ' τους ειδικούς, και τα παι­διά τα μάθαιναν σχεδόν όλα μέσα στην Τάξη τους: Ανάγνω­ση λίγο-λίγο, σχολιασμός, εξήγηση, υπογράμμιση, ερωτή­σεις - τα μαθαίναμε κι εμείς μαζί με τους μαθητές μας!
-Πόσα ωραία πράματα έμαθα σήμερα μαζί σας! τους έ­λεγα -κι ήταν αλήθεια -μόλις τελείωνε το μάθημα.
-Κι εμείς, κυρία, μάθαμε! έλεγαν κι αυτά ευχαριστημένα.
Μόλις οι δάσκαλοι χτυπούσαν για διάλειμμα, όλο το Δημοτικό και τα δικά μας, όταν ο καιρός ήταν καλός, κα­τέβαιναν κάτι σκάλες πέτρινες φαρδιές στην πλαγιά και βρίσκονταν από κάτω, σ' ένα ωραίο γήπεδο. Είχαμε τον Νίκο και τα πρόσεχε, ήμασταν λοιπόν ήσυχοι.
Βγάζαμε καρέκλες και καθόμαστε στο στεγασμένο μα­κρύ χαγιάτι του κτιρίου και κουβεντιάζαμε.
-Να σας φέρω λίγο ψωμοτύρι; ρωτούσαν πάντοτε φιλόξε­νοι οι δάσκαλοι.
Μέσα σε λίγες μέρες είχαμε μάθει πολλά ο ένας για τον άλλον, και ως το τέλος της χρονιάς ήμασταν πάντα φίλοι και δεν ψυχραθήκαμε ποτέ και για τίποτε.
Μας είχαν παραχωρήσει κι ένα μικρούλι Γραφείο. Εκεί ο άντρας μου, που... τρελαινόταν για τη γραφειοκρατία, κατατριβόταν με τα έγγραφα:
-   Ένας Θεός ξέρει, αν τα γράφω σωστά! μουρμούριζε κά­θε τόσο.
* * *
Μετά τους Εκπαιδευτικούς, γνωρίσαμε και τους άλλους:
-Είμαι ο Γεωργατζίνος! μας συστήθηκε ο γιατρός.
-Εγώ είμαι ο Χρόνης, έχω το Ταχυδρομείο!
-Εγώ είμαι ο Αστυνόμος! είπε και άπλωσε το χέρι του ο συμπαθητικός «καπετάνιος» του χωριού - εργένης, ψηλός και παχουλός.
-Εγώ είμαι η μαμή! Καλώς ήρθατε στο χωριό μας!
Και σε λίγες βδομάδες γνωρίσαμε τους γονείς των μα­θητών μας, σχεδόν όλο το χωριό.

Οι διανοούμενοι του χωριού μας, που  στις δεκαετίες του 1960-1980 προσέφεραν πολλές χρήσιμες υπηρεσίες και πρωτοστάτησαν στα πολιτιστικά δρώμενα. Από αριστερά εικονίζονται οι: Θεοδοσόπουλος Ντίνος, εκπαιδευτικός-σημαίνων στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας, Γεωργαντζίνος Γιάννης, γιατρός, Θεοδοσόπουλος Ηλίας, υπάλληλος της Αγροτολέσχης, Αντωνόπουλος Νίκος, εκπαιδευτικός - Επθεωρητής Εκπαίδευσης - συγγραφέας και Θεοδοσόπουλος Αλέξανδρος, δημοσιογράφος.

   Δηλαδή, δεν χρειαζόταν και πολύ: Παίρναμε το δρόμο για το Σχολείο και βλέπαμε δεξιά-αριστερά το Ιατρείο και το σπίτι του γιατρού, το κρεοπωλείο μ' εκείνη την ωραία που είχε τα μαλλιά «μπανάνα», το φούρνο στη ρίζα του πλάτανου, όπου η πεθερά μου πήγαινε το ταψί με το ψω­μί, παραπέρα δυο καφενεία, απέναντι το Ταχυδρομείο, κάπου εκεί έκανε τις βόλτες του κι ο Αστυνόμος, παρακά­τω η Εκκλησία, μετά ένα ρέμα και κατόπιν η πλαγιά με το Σχολείο μας!
Στις αυλές και στους κήπους έβλεπες τους χωρικούς να μαζεύουν τις δουλειές τους, ακούγονταν οι κουβέντες με­ταξύ τους, ο κυρ-Ηλίας Θεοδοσόπουλος πάντα με χαιρε­τούσε από απέναντι, η κυρία Μαρία ήταν πάντα κοντά μας, ο φωτογράφος παραδίπλα ήταν κι αυτός εκεί...
Ο ρόλος της Εκκλησίας ήταν πολύ σοβαρός: Μολονότι εδώ σπάνια πηγαίνω στην Εκκλησία, στα χωριά πήγαινα συχνά... Δυο-τρεις φορές στην Εκκλησία και είχες όλη την κοινωνία καταδίκη σου.
Στον Αϊ-Γιώργη, όταν ξημέρωνε Κυριακή, ήταν προτιμότερο να φορέσεις ένα καθαρό ρούχο, να περπατήσεις πέντε-δέκα λεπτά ανάμεσα σε γνωστά σπίτια και ανθρώπους και να βρεθείς στην Εκκλησία, παρά να αρματωθείς την παλιορόμπα και να αρχίσεις δουλειές.
Εκεί έβλεπες όλον τον κόσμο -αυτόν τον λίγο κόσμο- και ήταν όλοι γνωστοί. Και, αν ήσουν πιστός, άκουγες βέβαια και τα θεία λόγια.
Βγαίναμε απ' την Εκκλησία:
-Εγώ είμαι ο πατέρας του Λάκη Σ. Είναι φρόνιμος; Πώς πάει  με τα μαθήματα;
-Εγώ είμαι η μητέρα του Γιώργου και της Άννας Β. Ζόριστα λιγάκι, δεν διαβάζουν πολύ.
Πηγαίνοντας και γυρίζοντας κοίταζες και τις ράχες γύρω. έβλεπες κι ένα κομμάτι ουρανό...
Τους μαθητές μας -Δημοτικό και Γυμνάσιο- τους πηγαίναμε υποχρεωτικά στην Εκκλησία, και ήταν κάτι που, νομίζω, τους άρεσε - έστω για τη βόλτα και τη συντροφιά.
Μετά τη λειτουργία, χαζεύαμε λίγο στο προαύλιο, μερι­κοί άραζαν στο μικρό καφενείο δίπλα (εγώ εκείνη τη χρονιά δεν κάθησα ποτέ στο καφενείο), και ήταν όλα εκεί -καλά και άσχημα- δικά σου, και τουλάχιστον ποτέ δεν αισθανόσουν ότι είσαι μόνος σου.
* * *
Απέναντι απ' το σπίτι μας ήταν το ραφτάδικο του κυρ-Ηλία με τις πόρτες του κατ' ευθείαν πάνω στο πεζοδρό­μιο. Έραβαν αυτός και η γυναίκα του, είχαν τρεις κόρες -τη μεσαία την είχαμε μαθήτρια. Ήταν ο πρώτος, που μας καλωσόρισε και μας βοήθησε να ξεφορτώσουμε, ήταν άνθρωπος έξυπνος, ευχάριστος, καλός.
α πεις στη γριά, μου είπε λίγες μέρες αργότερα, να 'ρχεται στο ραφτάδικο με το παιδί, να ξεδίνει λίγο, να ξε­χνάει και το χωριό της... Και πρόσθεσε με χαμόγελο: Με συγχωρείς που την είπα «γριά» -πραγματικά δεν της ταιριάζει, έτσι ωραία που είναι!
(Σε μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία -Μάης 1964- οι δυο Ευφροσύνες κρατιούνται χέρι-χέρι και η μια συνα­γωνίζεται τα μάγουλα της άλλης!)
Χορός πασχαλιάτικος στην αυλή του ραφείου
του Ηλία Θεοδοσόπουλου
Γρήγορα η πεθερά μου έπιασε φιλίες με τον Ηλία και την Ευρυδίκη και πήγαινε με το μωρό, και εκείνοι του έδι­ναν ένα μεγάλο κουτί με κουμπιά, για να παίζει, κι αυτό αναποδογυρίζοντας το κουτί με μανία τα έσπερνε απ' ά­κρη σ' άκρη σε ολόκληρο το δωμάτιο!
(Όταν διάβασε η Σόνια μου -1994- αυτές τις γραμμές: -Ξέρεις, μου λέει, όταν βλέπω αυτό το μεγάλο βάζο με
τα διάφορα κουμπιά, που έχεις μαζεμένα, μου 'ρχεται να του δώσω μία και να σκορπίσουν σε όλο το δωμάτιο!...Λες αυτό να ξεκινάει απ' το ραφτάδικο εκείνου του Ηλία;...)
* * *
   Οι μέρες στο Σχολείο μας κυλούσαν ήσυχα παρέα με τους συναδέλφους μας και τους δασκάλους δίπλα.Γιορτάσαμε απλά και ζωηρά την 28η, συγκεντρωθήκα­με στην Εκκλησία όλο το χωριό, μιλήσαμε και ευχηθήκα­με, και ο καιρός περνούσε...Η Βάσω, οι Αντωνόπουλοι, ο Δάρας κι η γυναίκα του η Κούλα, ο Ηλίας μας κάλεσαν στα σπίτια τους.
Το Σχολείο ήταν μικρό, δεν με παίδευε ιδιαίτερα -είχα ωστόσο 26 ώρες- όμως στο σπίτι η κούραση ήταν εξοντω­τική: Άναβα φωτιά στην αυλή και έστηνα το καζάνι, για να πλύνω. Το παιδί, χαϊδεμένο κι ιδιότροπο, ξυπνούσε συν­έχεια τις νύχτες.
-Τι έχει πάλι και δεν κοιμάται; έλεγα πεθαμένη απ' την αϋπνία και την κούραση.
-Ίσως βγάζει δόντι! έλεγε η πεθερά μου.
-Πότε βγάζει δόντι, πότε συναχώνεται και δεν μπορεί να αναπνεύσει, πότε έχει πυρετό  -τι θα γίνει;
-Ε, δυο - τρία χρόνια, μετά θα μεγαλώσει, θα καταλαβαί­νει! με... παρηγόρησε η γιαγιά της.
Δεν ήθελε να πηγαίνει σε κανέναν, οι φωνές την τρόμαζαν, ήθελε να της μιλούν όλοι ήσυχα και γλυκά, όπως της μιλούσα εγώ. Απέστρεφε το πρόσωπο της με πολύ ζόρι, ό­ταν παιδιά του Σχολείου ζητούσαν να την πάνε μια βόλτα. Μόνο κάποιον Μίμη (της Πρώτης) ήθελε, επειδή της μι­λούσε... ψιθυριστά!
Εκείνη όμως;
-Τη μαμά μου θέλω!... Θέλω νερρρό!... τσίριζε με μια
πρωτοφανή καθαρότητα στην προφορά των συμφώνων, ι­δίως του ρο!
Δεν έτρωγε καθόλου, έπινε μόνο λίγο γάλα.
-Γιατρέ, δεν τρώει τίποτε! είπα στο φίλο μας τον Γεωργατζίνο.
-Και δεν χαίρεσαι;! μου λέει με πλήρη αναισθησία. Γλυ­τώνεις και τα έξοδα!
Επιπλέον διαρκώς αρρώσταινε. Μόλις καθόταν στο Βε­λούχι ένα σύννεφο, το μωρό τό 'πιανε πυρετός. Και φυσικά τα φάρμακα τα... έφτυνε!
* * *
   Εκείνο το Φθινόπωρο η Ελληνική ποίηση βραβεύτηκε με Νόμπελ! Ήταν μεγάλη τιμή για όλον τον Ελληνισμό, που η ω­ραία και υψηλή ποίηση του Σεφέρη αναγνωρίστηκε σε διε­θνές επίπεδο... Και έτσι «Πάνω στην άμμο την ξανθή...» ο μπάτης δεν θα μπορέσει ποτέ να σβήσει το ωραίο της ό­νομα!
* * *
   Σήμερα φαίνεται απίστευτο, όμως πολύ μεγάλο πρόβλη­μα ήταν τι θα φορέσουμε να πάμε στο Σχολείο. Τα ρούχα μας ήταν λίγα μέχρις απελπισίας. Για να βρούμε κάτι να ντυθούμε, έπρεπε να ταξιδέψουμε. Όμως είχαμε μάθημα κ α ι  το Σάββατο, οι συγκοινωνίες αραιές και άβολες, οι πόλεις μακριά, κανένας δεν είχε ιδιωτικό αυτοκίνητο.
Κάποιος τελικά μ' ένα φορτηγάκι μας κατέβασε αρχές Νοέμβρη στη Λαμία. Γρήγορα-γρήγορα αγοράσαμε κάτι πράγματα...
-Πώς σου φαίνεται αυτό;
-Καλό είναι! Πρέπει να βιαστούμε, στις οχτώ φεύγουμε. Παραγγείλαμε κρεβάτι για το παιδί, και είδαμε κάπου και μια ωραία καρό κουβερτούλα, που μου άρεσε, είχε ό­μως 400 δραχμές!... Φύγαμε και ξαναγυρίσαμε στο μα­γαζί, ο έμπορος χαμογελούσε με συμπάθεια, έκπτωση ό­μως στην τιμή δεν μας έκανε.
-Είναι πρώτης ποιότητος! μας έλεγε, γιατί έβλεπε πως
εγώ την ήθελα.
(Τελικά, την αγόρασα, ήταν πολύ όμορφη, και σπέπαζα χρόνια και χρόνια τα παιδιά μου και τη φυλάω ακόμα μέχρι σήμερα και την κυκλοφορώ).
* * *
   Τα πρωινά, καθώς ετοιμαζόμαστε για το Σχολείο και το παιδί ανήσυχο άπλωνε τα χεράκια του: «Μαμά!...», ανοί­γαμε το ραδιόφωνο για τις ειδήσεις.
Στις 22 Νοεμβρίου ('63) πατάω το κουμπί και ακούω: «Ο νέος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζόνσον...»
-Αχ, σκότωσαν τον Κέννεντυ! έμπηξα μια φωνή.
-Μα τι είν' αυτά που λες; Τι άκουσες; έτρεξε και ο άντρας μου.
Και το μεσημέρι οι εφημερίδες ανήγγελλαν τα φοβερά γεγονότα...

* * *
   Μέσα σ' εκείνον τον Νοέμβρη άρχισε το μαγευτικό για τα Ελληνόπουλα Κεφάλαιο της Δωρεάν Παιδείας.
Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις ο Γ. Παπανδρέου το πρώτο που έλεγε ήταν:
-Θα θεσπίσουμε τη Δωρεάν Παιδεία, για να πάψει να κυ­βερνά η αριστοκρατία του χρήματος μόνο, αλλά να μπο­ρέσει και η αριστοκρατία του Πνεύματος να βρει τη θέση, που της αξίζει - προς όφελος όλης της Κοινωνίας φυσι­κά...
(Η αριστοκρατία του Πνεύματος -έγραψε κάποιος- εί­ναι η μόνη αριστοκρατία που δεν φθονείται, δεν γίνεται μι­σητή, αλλά αντίθετα λατρεύεται από όλους... Και φυσικά ποτέ δεν κινδυνεύει από επίβουλα σχέδια ανατροπής...)
Ως τότε οι λίγοι, που πήγαιναν Σχολείο, πλήρωναν εγ­γραφές και αγόραζαν όλα τα βιβλία. Στα Πανεπιστήμια πλήρωναν εγγραφές, εξέταστρα στους Καθηγητές, αγόρα­ζαν τα πανάκριβα βιβλία - και τα χρήματα αυτά ήταν πάρα πολλά. Για να παραλάβει κανείς το πτυχίο του το 1960, έπρεπε να πληρώσει 2.700 δραχμές, τότε που ένας μισθός Καθηγητού ήταν δύο χιλιάδες. Και τα χρήματα ε­κείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν, γιατί η φτώχεια ήταν μεγάλη, ιδίως στην επαρχία.
Ύστερα από τις Εκλογές το Φθινόπωρο του '61, ο Γ. Παπανδρέου ξεκίνησε τον «Ανένδοτο αγώνα», που κατέ­ληξε στη νίκη του στις Εκλογές το Νοέμβρη του '63 (το Φλεβάρη του '64 θα έπαιρνε 53%) και στην ήττα της Δε­ξιάς.
-Για να δούμε! λέγαμε. Θα πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του για την Παιδεία;...
Λίγες μέρες μετά τις Εκλογές, καθώς γυρίζαμε το μεση­μέρι απ' το Σχολείο:
-Για κοιτάξτε τι γράφει εκεί! μας λέει απ' την πόρτα του
Ταχυδρομείου ο Χρόνης - και βλέπουμε τις εφημερίδες
(Τα Νέα) κρεμασμένες στο περίπτερο με τίτλους απ' άκρη σ' άκρη:

ΔΩΡΕΑΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
Αν μπορεί η ζωή να έχει ώρες ευτυχισμένες, αυτή ήταν για μένα σίγουρα μια τέτοια ώρα...
-Κοσμογονική πολιτική απόφαση... Σαν όνειρο μου φαί­νεται... Αυτό θα πει «Κοινωνική αλληλεγγύη»... Αυτό θα πει «Πολιτισμός»!... σχολιάζαμε όλοι την άλλη μέρα στο Σχολείο.
Γιατί ακολούθησε η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση (τα έργα των Αρχαίων ολόκληρα από μετάφραση, θα ξανα­γράφονταν τα βιβλία της Ιστορίας με βάση τα Ευρωπαϊκά πρότυπα και φυσικά σε γλώσσα δημοτική, θα ετοιμάζο­νταν Νεοελληνικά Κείμενα με την τόσο ωραία και πλούσια Λογοτεχνία μας), και –αλίμονο- δεν προλάβαμε να χα­ρούμε, ήρθε η δικτατορία το '67 και κατάργησε τη Μεταρ­ρύθμιση...
* * *
   Εκτός από τη φτώχεια τα χρόνια εκείνα υπήρχε επίσης μεγάλος πολιτικός και κοινωνικός αναβρασμός. Η Αριστε­ρά είχε ηττηθεί το '49, και εξακολούθησαν να κυβερνούν πάλι συνεχώς τα Κόμματα της Δεξιάς. Οι Αριστεροί ήταν στις φυλακές, στην εξορία, είχαν βασανιστεί, είχαν γίνει εκ­τελέσεις, ζούσαν κατά δεκάδες χιλιάδες στις Σοβιετικές χώρες, και γενικά βρίσκονταν υπό διωγμόν... Οι φίλοι μας στον Αϊ-Γιώργη μας διηγούντο εφιαλτικές ιστορίες του Εμφυλίου, που ήταν ακόμη πολύ κοντινός:
-Το πάτωμα ποτίστηκε απ' το αίμα του αδερφού μου τό­σο πολύ, που δεν μπορέσαμε ποτέ να το καθαρίσουμε εντε­λώς... μας έλεγε η Ευρυδίκη. Και το σημείο εκείνο το έχουμε πάντοτε στρωμένο να μην το βλέπει η μάνα μου...
Η νεαρή κυρία Αντζουλίδου ήρθε στο Σχολείο να ρωτήσει για την ξανθούλα κόρη της -την είχαμε στην Τρίτη- και τα μάτια της βούρκωναν, είχε πένθος διπλό:
-Σκότωσαν, μας έλεγε, οι αντίθετοι (...) τον αδερφό μου και τον άντρα μου το '49 μέσα στο σπίτι μας, το ίδιο βράδυ  και τους δυο...
Στην ύπαιθρο καμία ανάπτυξη, υπήρχε έσχατη φτώχεια. οι άνθρωποι έπαιρναν τα μάτια τους κι έφευγαν για τις φάμπρικες της Γερμανίας ή τη μακρινή την Αυστρα­λία, που είχε, όπως οι ίδιοι έλεγαν: «Το Καλοκαίρι ανάποδα»!
-Τά 'μαθες; άκουγα να λένε. Ο Ν. Κ. παίρνει και την οικογένεια στη Μελβούρνη... Ο Κ. Β. και ο Α. Π. (παιδιά 25 χρονών) έφυγαν μαζί για τη Γερμανία... Ο άντρας της Βασίλως όμως γύρισε -δεν άντεξε το κλίμα...
Επίσης, κατά χιλιάδες οι χωρικοί (απ' την αρχή της δεκαετίας του '68) μετακινούνταν προς τις πόλεις, εγκαθίσταντο κακήν-κακώς στις παρυφές τους- χιλιάδες άνθρωποι κατατρεγμένοι από τη φτώχεια ή για τα φρονήματά τους ζητούσαν απεγνωσμένα θέση σε μια ζωή «με ανθρώπιννο πρόσωπο».
* * *

   Και οι εβδομάδες στον Αϊ-Γιώργη -όπως και σε πολλά άλλα μέρη!- περνούσαν γρήγορα... Μπήκε ο Δεκέμβρης, έβρεχε, έπεσε χιόνι στον Τυμφρηστό, και, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, το χιόνι ήρθε και μέσα στο χωριό. Τώρα, για να πλύνω, στέριωνα τη σκάφη δίπλα στη γίδα της κ. Μαρίας... Είχαμε αγοράσει άφθονα ξύλα και καίγαμε το τζάκι και μια μικρή σόμπα στο διπλανό δωμάτιο. Και στην κουζίνα; Εκεί δεν μπορούσες καθόλου να σταθείς, έ­μπαιναν και διάβαιναν οι άνεμοι, που κατηφόριζαν απ' το Βελούχι και τα πρωινά βρίσκαμε στο νεροχύτη κρούσταλλα! Η πεθερά μου, «βασανισμένη» επειδή ζούσε μακριά απ' το χωριό της, μετρούσε τις μέρες με τα δάχτυλα: -Πόσο έχουμε ακόμα μέχρι τα Χριστούγεννα;
* * *
   Περάσαμε τις Γιορτές στη Σουβάλα, επιστρέψαμε στη θέ­ση μας, και ο Χειμώνας συνεχιζόταν σκληρός... Θυμάμαι, ο δρόμος είχε συνέχεια χιόνι. Κρουτς-κρουτς πα­τούσα προσεχτικά και πήγαινα Σχολείο και είχα το νου μου να μη γλιστρήσω και σωριαστώ, κι ο αέρας που κατέ­βαινε απ' τις κάτασπρες βουνοκορφές με πάγωνε ολόκλη­ρη, μολονότι το παλτό που αγόρασα στην Αθήνα το '62, με το μωρό μου στο καλάθι, ήταν μάλλινο και γερό!
   Και τα παιδάκια -Δημοτικό, Γυμνάσιο- όλα στη θέση τους τα καημένα μου, για να μαθαίνουν γράμματα, του Θεού τα πράματα!
Μέσα στο σπίτι καίγαμε τις φωτιές μέρα-νύχτα, σε κάτι σκοινιά τεντωμένα μέσ' στα δωμάτια στέγνωναν οι μπου­γάδες, στο κουζινάκι δεν μπορούσες να σταθείς απ' τον ψόφο, ο άντρας μου δεν μπορούσε να κάθεται στην πέρα ά­κρη του σπιτιού να γράφει και να διαβάζει, η πεθερά μου ονειρευόταν:
-«Αχ, Σ' βαλα Σ' βαλούλα... Καπνίζ' κι ένας φούρνος !...»
Όσο για μένα, πολύ εύκολα μπορεί κανείς να με φαντα­στεί: Είχα ξεχάσει, είχα απαρνηθεί τον εαυτό μου, και -ό­πως έχω ξαναγράψει- έτρεχα και δεν έφτανα και δεν μπο­ρούσα ούτε ν' αναστενάξω...
Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, κάποια βραδιά, κατά τις 15 του Γενάρη, ο άντρας μου έφερε κοντά στο τζάκι τον «Ερωτόκριτο».
-Θα σας διαβάζω κάθε βράδυ! είπε.
Πρώτα εξήγησε στην πεθερά μου την υπόθεση, και άρ­χισε: «Του κύκλου τα γυρίσματα...»
Σιγά-σιγά η πεθερά μου μπήκε ολόψυχα στα βάσανα της Αρετούσας και πήρε την υπόθεση... προσωπικά!
«Κρίμα το κορίτσι!» έλεγε για τη βασιλοπούλα... «Α, τον παλιάνθρωπο!» αγανακτούσε για τον πατέρα της...
Και ώσπου να φτάσουμε στον τελευταίο στίχο:
«Κι από τς αγκάλες τ' ουρανού
γλυκύς βορράς εφύσα...»
είχαν περάσει όμορφα τα βράδια ενός μήνα.
Εντωμεταξύ είχε ανοίξει το Τριώδιο. Οι δάσκαλοι, ο γιατρός, ο Δάρας, ο Ηλίας Θ., ο Κλειτσάκης μας κάλεσαν πάλι στα σπίτια τους και περάσαμε μαζί τους πολύ ωραίες βραδιές και διασκεδάσαμε -όπως μόνο οι νέοι άνθρω­ποι ξέρουν να διασκεδάζουν...
Σιγά-σιγά έφευγε κι ο Φλεβάρης, οι μαθητές μας έγρα­ψαν διαγωνισμούς, η μέρα μεγάλωνε, ήρθαν οι Αποκριές και πέρασαν χωρίς να γίνει τίποτε σπουδαίο... Το μωρό μου περπατούσε καλά, μάθαινε με ζήλο τα... Ελληνικά, σκόρπιζε τα κουμπιά και τα κουρέλια του Ηλία... Εγώ το κρατούσα αγκαλιά, του έλεγα λόγια τρυφερά, το κοίμιζα με το τραγούδι του Μίκη:
«Στα περβόλια μέσ' στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό...»
το αγαπούσα μ' όλη μου την ψυχή... Ακουμπούσε στο τζάμι τα τρυφερά του μάγουλα, κοίταζε τον έρημο δρόμο, έπαιρνε στα χεράκια της το παλτό της και την ωραία μαντήλα, και παρακαλούσε επίμονα:
-Θέλω άτα, μαμά!...
Υποχωρούσε και ο Χειμώνας μέρα με τη μέρα, προχωρούσε ο Μάρτης, ήρθε ο «Ευαγγελισμός», γιορτάστηκε α­πλά και σοβαρά και πέρασε, και ετοιμαζόμασταν για το Πάσχα.
*  * *
   Εκείνο το Πάσχα στη Σουβάλα βαφτίσαμε το παιδί  -ή­ταν κιόλας 16 μηνών. Ήρθαν από τα Γιάννενα οι πολύ α­γαπημένοι μας φίλοι Αγνή και Τάκης Ζάχαρης με τον Κώστα τους, και γλεντούσαμε ως το πρωί και κυριολεκτι­κά τα σπάσαμε, και η ανεκτική γειτονιά μας αγανάχτησε ίσως, όμως εμείς -έχοντας πάνω στο τραπέζι όλα τα κα­λά- ακούγαμε στο πικάπ δίχως να τον χορταίνουμε το δί­σκο: «Άπονη ζωή, μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες!...»
Στο ίδιο νερό βαφτίστηκε κι ένα άλλο μωρό, έξι μηνών, που έκλαιγε συνεχώς.
-Σώπα, μπέμπης! τού 'λεγε η δική μας, που, μόλις είδε
το Ευαγγέλιο στα χέρια του παπά, όρμησε πάνω του και το ήθελε οπωσδήποτε! Και αναγκάστηκε ο παπάς κάποιο βιβλίο -έστω και ιερό- να της δώσει να ξεφυλλίζει, για ναμπορέσει αυτός να συνεχίσει το Μυστήριο.
* * *
   Μετά το Πάσχα, επιστρέφοντας στον Αϊ-Γιώργη βρήκα­με εκεί και την Άνοιξη! Τα φύλλα στα πλατάνια ήταν τώ­ρα μεγάλα, οι άνθρωποι έβγαιναν στους κήπους και σκά­λιζαν, τα φρουτόδεντρα ήταν ολάνθιστα, και η πλαγιά -όπου ήταν το Σχολείο μας- ήταν γεμάτη αγριολούλου­δα.
Χαιρετηθήκαμε με όλους και ανταλλάξαμε ευχές: «Χρι­στός ανέστη!»... «Αληθώς ο Κύριος!»
-Τι θα κάνουμε για την Πρωτομαγιά; είπε σε λίγες μέρες ο κ. Φώτης. Πού λέτε να πάμε;
-Να πάμε κάτω στο ποτάμι, έχει ένα ωραίο ακαλλιέργη­το χωράφι, τα πλατάνια είναι μεγάλα και ο ίσκιος βαθύς! είπε ο Αντωνόπουλος απευθυνόμενος κυρίως σε μας, που δεν ξέραμε.
-Αναλαμβάνω εγώ να ετοιμάσω για όλους ένα μεγάλο ταψί φαγητό! είπε η Κίτσα. Εσύ μην κάνεις τίποτε! είπε σε μένα, που με έβλεπε όλο το χρόνο κουρασμένη.
-Εγώ θα φέρω φρούτα και σαλάτες! είπε η Βάσω.
-Και η γυναίκα μου θα ετοιμάσει ένα ωραίο γλυκό! είπε ο Δάρας.
Συνεννοηθήκαμε και με τους μαθητές μας, και το πρωί εκείνο -φορτωμένα με τα φαγάκια τους- τα βάλαμε στη γραμμή και κατηφορίσαμε προς το ποτάμι...
Απλώθηκαν τα παιδιά στο χορτάρι, έδεσαν κούνιες στα πλατάνια, έπαιξαν μπάλα -και οι άντρες συνεχώς τριγύ­ριζαν ανάμεσα τους και τα πρόσεχαν... Κι εμείς στρώσαμε τα τραπεζομάντηλα στον ίσκιο και βάλαμε στη μέση το στρογγυλό ταψί!...
Ήταν μια πολύ όμορφη μέρα, ακόμα θυμάμαι την κα­λοπέραση κάτω απ' τους ίσκιους δίπλα στο Σπερχειό, αλ­λά και τον ποδαρόδρομο το βραδάκι για να γυρίσουμε στο χωριό!...
Όμως τους μαθητές μας στο τέλος Μαΐου τους πήγαμε και ημερήσια εκδρομή με πούλμαν στη Στυλίδα, για να γνωρίσουν τον Κόσμο!
Αράξαμε στην παραλία δίπλα σε μια ταβέρνα και, αφού δώσαμε οδηγίες, αφήσαμε τα παιδιά ελεύθερα. Τα περισ­σότερα δεν είχαν ξαναδεί θάλασσα και όρμησαν σαν παλα­βά να βουτήξουν -πολλά με τα ρούχα τους!
-Δεν σας είπαμε «όχι θάλασσα!»; ούρλιαξε ο Θεολόγος.
-Νίκο, τρέξε! Τα παιδιά θα πνιγούν φώναξα κι εγώ πανι­κόβλητη.
   Κατατρομαγμένοι οι άντρες του Συλλόγου φόρεσαν τα μαγιό αυτών που είχαν την ταβέρνα, μπήκαν στη θάλασσα στο ένα μέτρο, πιάστηκαν χέρι-χέρι, δημιούργησαν ένα δί­χτυ προστατευτικό και μετά άφησαν τα παιδιά ελεύθερα να γνωριστούν με το υγρό στοιχείο!
-Εμπρός! Κολυμπήστε τώρα! τους είπαν.
-Αχ! Ωραία! έλεγαν κι ανακάτωναν κι έδερναν το νερό με χέρια και με πόδια!
Οι μαθήτριες κάθονταν και κοίταζαν, τ' αγόρια όμως βούτηξαν τα πιο πολλά με τα σώβρακα τους βέβαια, γιατί μαγιό δεν είχε κανένας τους.
Από κείνη την εκδρομή έχω κάπου και μια φωτογραφία ασπρόμαυρη (οι έγχρωμες ήρθαν το '68): Χορεύουμε όλοι μαζί κάτω από μια παραθαλάσσια ευκάλυπτο, δίπλα στα τραπεζάκια της ταβέρνας τα φορτωμένα με πιάτα, ποτή­ρια και μπουκάλια!
* * *
   Μπήκε ο Ιούνιος, τελείωσαν τα μαθήματα και άρχισαν τα γνωστά. Αλλά το Σχολείο μας ήταν μικρό, εμείς μετρη­μένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, και πάλι περίσσευαν (δάχτυλα, εννοείται!), ούτε συνεδριάσεις κάναμε ούτε καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια, για να αντιμετωπίσουμε τις γραφικές εργασίες.
Και σίγουρα στο Μέλλον θα νοσταλγούσα πότε-πότε αυ­τόν τον ήσυχο Ιούνιο της επαρχίας... Αλλά και πάλι η με­γάλη ησυχία ούτε καλό κάνει ούτε υποφέρεται, γιατί δεν ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση.
-Τι θα κάνουμε για να αποχαιρετηθούμε; είπε ο Γιάννης Γεωργατζίνος.
-Μια ωραία εκδρομή! είπε ο άντρας μου.
-Είναι πολύ όμορφα τώρα πάνω στη Ράχη του Καρπενη­σίου! είπαν οι Αντωνόπουλοι.
-Θα έρθω κι εγώ να φροντίζω την... τάξη! είπε ο συμπα­θητικός Αστυνόμος.
-Έχω μια μικρή φωτογραφία: Καθόμαστε όλοι μαζί -ο γιατρός και η γυναίκα του, ο Χρόνης με τη δική του, οι Αντωνόπουλοι, ο Αστυνόμος, η μαμή, εμείς αριστερά- κά­τω από έναν πανύψηλο γερο-έλατο, και δίπλα τα τραπεζομάντηλα «με πλούσια φαγητά, όλα στρωμένα εμπρός μας», όπως λέει ο Όμηρος!... και τα μαλλιά μας είναι κατάμαυρα -της νιότης- υπάκουα μικρά παιδιά στα πόδια μας, πρό­σωπα χαρούμενα, δίπλα η φτέρη ένα μέτρο, και πίσω μας στο βάθος το ονομαστό Βελούχι ή αλλιώς, Τυμφρηστός!
* * *
   Θυμάμαι πάντα την απελπισία, που με έπιανε, όταν πρωτοπήγαινα στα χωριά των Σχολείων μου... Κι όμως στα απελπιστικά αυτά χωριά εγώ πέρασα ωραία, και η ζωή ε­κεί δεν ισχυρίζεται κανείς, πως ήταν ο Παράδεισος, όμως είχε αρκετές χαρές και γενικά ήταν ανθρώπινη.
Στον Άγιο Γεώργιο, που δεν είχε ούτε τοποθεσία καλή ούτε πλούτη ούτε σπίτια ή πλακόστρωτα όμορφα, ζούσε ωστόσο μια ολόκληρη κοινωνία -έστω και μικρή- που α­νήκε σε όλους κάθε στιγμή και κάθε ώρα. Ανάμεσα στους ανθρώπους δεν παρεμβαλλόταν τίποτε: Ούτε αποστάσεις ούτε Χρόνος ούτε άνθρωποι ή τόποι άγνωστοι.
-Η ζωή των ανθρώπων είχε, σίγουρα, βάσανα και στερή­σεις, όμως δεν ήταν κομματιασμένη και δεν πατούσε στο κενό.
-Την αξία της ζωής σ' εκείνη τη μικρή Κοινωνία -που ήταν Κοινωνία με όλη τη σημασία της λέξης- την κατά­λαβα, όταν μετατεθήκαμε το '72 από το... «ελεεινό καμποχώρι» της Ελάτειας στο ακριβό και καταπράσινο προάστειο της Αγίας Παρασκευής.
Πριν από λίγες μέρες -Ιούνιος 1994- περπάτησα την οδό Ζέφυρων και την Ανατολής, έφτασα σε πέντε λεπτά στο σταυροδρόμι των Σχολείων —Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια - πέρασα μπροστά από τα τρία σπίτια, στα ο­ποία μείναμε κατά καιρούς, και έφτασα στο φούρνο του κυρ-Μάνθου. Το περπάτημα μου κράτησε δέκα λεπτά πε­ρίπου - αυτή ήταν η απόσταση από το σπίτι μου. Μένω σ' αυτή τη γειτονιά και δίδαξα στα Γυμνάσια και στα Λύκεια περισσότερο από είκοσι χρόνια...
Όμως, σ' αυτό το σύντομο περπάτημα, σ' αυτή τη μι­κρή μου βόλτα δεν συνάντησα ψυχή που να τη γνώριζα, καμιά αυλή πίσω απ' τις μάντρες δεν μου ήταν αληθινά γνώριμη, οι είσοδοι στις πολυκατοικίες ξένες για μένα και έρημες... Ένιωσα θλίψη και πλήρη μοναξιά, αισθανόμουν σαν δεντράκι χωρίς καθόλου ρίζες.
Η Κοινωνία των συνανθρώπων μου είναι σχεδόν αόρα­τη, μάλλον είναι καταχωνιασμένη, μόνο να τη φαντάζο­μαι μπορώ, έτσι όπως είναι αθέατη και αλλοτριωμένη μέ­σα στις διερχόμενες άγνωστες λαμαρίνες και στα διαμερί­σματα...
Αποχαιρετηθήκαμε οι φίλοι με συγκίνηση και φυσικά δεν παραλείψαμε να ειπούμε πόσο ωραία περάσαμε και ήταν βέβαια αλήθεια, γιατί ήταν δικό μας όλο το χωριό, δικά μας και τα νιάτα και η ζωή μπροστά μας, και δεν εί­χαμε ακόμη στις θάλασσες καράβια (τα παιδιά μας, δηλα­δή...) να τα χτυπάνε οι φουρτούνες...
Αποχαιρετηθήκαμε και ξέραμε, πως δύσκολα θα ξανα­βλέπαμε ο ένας τον άλλον.
* * *
   Απ' τον Άγιο Γεώργιο ξαναπεράσαμε το Μάη του '71, πηγαίναμε στο Καρπενήσι, στο Μικρό και στο Μεγάλο Χωριό εκδρομή με το Σχολείο της Ελάτειας. Φυσικά σταματήσαμε τα πούλμαν, κατεβήκαμε κι ανα­ζητήσαμε γνωστούς, και βρήκαμε τον Ηλία, την κυρία Μαρία μόνη, τον φωτογράφο, έναν-δυο άλλους.
Επίσης, περάσαμε και τον Αύγουστο του '89 πηγαίνο­ντας στο Καρπενήσι ο άντρας μου, ο αδερφός του, η συννυφάδα μου κι εγώ, και το κόκκινο FΙΑΤ -αγορασμένο το ’73- είχε φάει πια τα νιάτα του και στον ανήφορο η μη­χανή του έβγαζε καπνούς!
Περνώντας απ' τον Αϊ-Γιώργη δεν είδαμε κανέναν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: