Η Δίκη του Καραϊσκάκη
[Απ’ το ρουμελιώτικο ‘21]
(του Κώστα Αβραάμ)
«Με την ανεύθυνη αμαρτία στο μέτωπό
σου,
ένα βλαστάρι ταπεινό στον κάμπο της
σκλαβιάς,
ήρθες φωνή του μέλλοντος, μαύρος
Αρχάγγελος
του γένους κουβαλώντας την οργή και το
σεισμό».
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Γεώργιος Καραϊσκάκης,
δυο αντίποδες, δυο διαφορετικοί κόσμοι. Ο πρώτος γεννήθηκε στο Φανάρι μέσα στη
χλιδή και στα πλούτη των σεραγιών. Ο δεύτερος σε μια σπηλιά. Εκείνος μεγάλωσε
χαϊδεμένος από νταντάδες και ακριβούς δασκάλους, προνομιούχος κι
αξιοζήλευτος. Ο άλλος από μικρός ορφανός, μούλος, πεινασμένος, καταραμένος,
έτρεχε από μικρό αλητάκι κάτι να βρει να φάει, ξυπόλητος, κατατρεγμένος κι
άμοιρος. Κι ό,τι έγινε το χρώσταγε μονάχα στην αξιοσύνη του, στο μυαλό και
στην καρδιά του. Παιδί του απλού, του ανώνυμου λαού, έκανε καημό τους καημούς
του και σημαία τα όνειρα του για λευτεριά και εθνική ανάσταση. Ο Φαναριώτης, ο
πρίγκηπας, έμαθε να σιχαίνεται το λαό. Γι’ αυτόν αξία είχαν μονάχα οι
κοτζαμπάσηδες, οι τζορμπατζήδες, οι «διακεκριμένοι». Έτσι πάντα στάθηκε
επιδέξιος δολοπλόκος, μοχθηρός και σκοτεινός στις προθέσεις του μ’ εκρήξεις
μονάχα άνισης αυτοθυσίας, σκόπιμης και υστερόβουλης περισσότερο. Ήθελε «όλοι οι άνθρωποι όταν πίνουν νερό να
ομώνουν εις το ‘νομά του δια το καλό οπού έκαμεν εις την πατρίδα αυτός και οι
όμοιοί του αρχή και τέλος - οπού τη γύμνωσαν από ηθική, από θρησκεία, από
πατριωτισμό», λέει ο αθάνατος Μακρυγιάννης.
«Κυνηγούσε όσους τα ‘χανε όλα αυτά κι
αδελφωνότανε με την κακία, με το δόλο και την απάτη», γράφει ο Φ ί ν λ ε ϋ.
Σ’ αντίθεση μ’ αυτόν «ο γιος της Καλογριάς» ήταν από ξεσκέπαστο καλύβι. Μιλούσε
απροφύλαχτα, τίμια, παράτολμα, με μια γλώσσα πολλές φορές απίστευτα γυμνή, ωμή,
σκαμπρόζικη. Άπειρα τα «πιπεράτα» ανέκδοτά του γύρω από τον πόλεμο, την
πολιτική, τους πολιτικούς, τους καπετάνιους, τα πάντα. Ποτέ δεν καταδέχτηκε να
κολακέψει, να γλείψει κανέναν και πουθενά. «Η
ατσαλόστομη γλώσσα του τσάκιζε κόκκαλα. Ο δρόμος για να κερδίσεις τη φιλία του
στεκόταν ένας και μόνος· η λεβεντιά», γράφει ο Δ. Φ ω τ ι ά δ η ς. Ο
λαός τον λάτρευε γιατί ποτέ δεν ενόχλησε τη φτωχή αγροτιά μ’ όσες ανάγκες κι αν
έδερναν τα στρατά του. Οι στρατιώτες του τον λατρεύανε σα Θεό. Γύριζαν
κουρελιασμένοι και ξεθεωμένοι μαζί του πάνω στα κατσάβραχα, σε κάμπους και σε
λογγάρια, στα διάσελα και στα ρουμάνια, πεινασμένοι, ξυπόλητοι, χορταίνοντας
μονάχα από τον έπαινό του και το πικρό χαμόγελο του, τα μοναδικά αστεία του. Ο
Γ α ζ ή ς, ομολογεί - αν και δεν τον χώνευε - πως όταν μίλαγε ο Καραϊσκάκης,
κάθονταν οι απλοϊκοί εκείνοι παλληκαράδες και τον άκουγαν χάσκοντας, ξεχνώντας
ακόμα και να φάνε. Με την τρομερή, την ανίκητη θέλησή του κατάφερνε να νικάει
ακόμα και το χρόνιο, τ’ αθεράπευτο χτικιό του, που μια ολόκληρη ζωή τον
βασάνισε και τον έλειωσε, αυτόν τον αξεπέραστο, τον αξιέραστο πρωταθλητή της
πατρίδας και της Εθνικής τιμής.
«Πώς να ταιριάξουν τούτοι οι δυο άνθρωποι, ο
πρίγκηπας κι ο καπετάνιος, το τσαρούχι κι η καπότα, με τη γούνα και το
μεστοπάπουτσο;», ρωτάει ο νεότερος βιογράφος του. Αλλ’ ο πιο μεγάλος καημός του
Μαυροκορδάτου ήτανε να δοξαστεί σε κάποια μάχη και να λέει ό κόσμος ότι εκτός
από μεγάλος πολιτικός ήτανε και σπουδαίο στρατηγικά μυαλό. Οι δυο αλλεπάλληλες
προηγούμενες νίκες του στην Πλάκα και στη μάχη του Πέτα, του είχαν δημιουργήσει
το αναπόφευχτο σύμπλεγμα κατωτερότητας που ‘θελε να το αντισταθμίσει
οπωσδήποτε. Διατάσσει τους οπλαρχηγούς της Δ. Στερεάς Νότη Μπότσαρη και Νικόλα
Στορνάρη που βρίσκονταν, τέλη του 1823, στο Μεσολόγγι να σηκώσουν τους
νταϊφάδες τους και να ξεκινήσουν για το Μαχαλά όπου να τον περιμένουν.
Περνώντας από το Αιτωλικό, συναντάνε τον Καραϊσκάκη που βρισκότανε εκεί.
- Για πού τραβάτε; τους ρωτάει εκείνος.
- Κι εμείς δεν ξέρουμε, του απαντάει ό Μπότσαρης. Τραβάμε για το Μαχαλά κι
όπου μας διορίσει η κυβέρνηση θα πάμε.
- Ποια
κυβέρνηση, ωρέ καπετάν Νότη; λέει ο Καραϊσκάκης. Ο Μαυροκορδάτος, το τσογλάνι
του Ρεΐζ αφέντη, ο τεσσαρομάτης; (σημ. επειδή φορούσε γυαλιά). Ποιος τον έκανε
κυβέρνηση; Εγώ κι οι άλλοι δεν τον γνωρίζουμε. Σύναξε δέκα χαλέδες και τον
υπόγραψαν να χάβει τους λουφέδες. Αυτοί τον υπόγραψαν. Πρώτος εσύ που όλα τα
πράματα θες να ‘ρχουνται με το ζουρνά (δηλ. εύκολα κι επίσημα). Ο Σκαλτσάς, η
καμπάνα, νταγκ - νταγκ (όπως η καμπάνα χτυπάει όταν κάποιος τραβάει το σκοινί,
έτσι κι αυτός κανοναρχούσε ό,τι του λέγανε οι άλλοι). Ο Μακρής ο μακρολαίμης,
οπού μόνο το κεφάλι του ξέρει να ταράζει και να λέει πέκεϊ εφέντιμ στο
Μαυροκορδάτο! Ο Μήτσος Κοντογιάννης ή π...να, όπου αν ήτανε γυναίκα δεν
εχόρταινε μ’ ογδόντα χιλιάδες φορές την ώρα! Ο ξινογαλο-Γιώργος Τζόγκας (ήταν
Σαρακατσανόβλαχος) κι ο αδερφός μου ο Στουρνάρας ο ψεύτης! (γιατί τον γέλασε
και δεν πήγε μαζί του). Δεν τον υπόγραψε ο π... ος μου και να ιδώ τι λογιώ
σεφέρι (εκστρατεία) θα κάνετε.
Ο Μαυροκορδάτος πληροφορήθηκε τη στάση του Καραϊσκάκη
κι αποφάσισε να τιμωρήσει το «γύφτο» που αμφισβητούσε την αξία του. Στις 19
Μαρτίου 1824 στέλνει έναν ανιψιό του για μια δουλειά στο Μεσολόγγι. Τον πιάνουν
εκεί οι μαυροκορδατικοί και «του ρίπτουν
ένα ξύλο», όπως γράφει στα «Ενθυμήματά» του ο Ν. Κασομούλης, «όσον άξιζε
δι’ αυτόν να στρώσουν τα βραγκαλίδια του μεδουλαρίου», δηλαδή για το
στρώμα. Μόλις τον είδε σ’ αυτά τα χάλια ο Καραϊσκάκης έγινε θεριό. Διατάζει
εκατόν πενήντα άντρες του να πάνε στο Μεσολόγγι και να του κουβαλήσουνε
δεμένους τρεις προεστούς. Σύγχρονα βάζει δική του φρουρά στο Βασιλάδι, στο
νησάκι που ήτανε κλειδί της λιμνοθάλασσας. Ο Μαυροκορδάτος, αδράχνει την
ευκαιρία και παραγγέλνει στους καπεταναίους να τρέξουν και να καταλάβουν το
Αιτωλικό. Και τελικά αποφασίζεται να πιαστεί ο Καραϊσκάκης και να δικαστεί για
ανταρσία. Ο Μαυροκορδάτος με το υπ’ αριθ. 1125 της 3ης Μαρτίου 1824
διάταγμα διορίζει μια επιτροπή «τρόπον
επέχουσαν λαϊκού δικαστηρίου», δηλαδή στρατοδίκες, τους Γ. Τσόγκα, Δήμο
Σκαλτσά, Αλεξάκη Βλαχόπουλο Γρηγ. Λιακατά και Αναγν. Καραγιάννη, εχθρούς όλους
του «γύφτου». Απαγγέλλεται σύγχρονα
εναντίον του η βαριά και ψεύτικη κατηγορία πως ήρθε σε συνεννόηση τάχα με
τον Ομέρ Βρυώνη στα Γιάννενα και τον Γιουσούφ πασά της Πάτρας να τους φέρει στα
Μεσολόγγι, να πιάσει το Μαυροκορδάτο και το λόρδο Βύρωνα και να τους παραδώσει
στους Τούρκους. Και γι’ απόδειξη παρουσιάζουν το διαβατήριο πού είχε δώσει
αυτός στον Κώστα Βουλπιώτη να πάει στα Γιάννενα και τη μικρή αρμάδα του
Γιουσούφ, που εκείνο τον καιρό περιπολούσε έξω από το Μεσολόγγι. Έγκλημα
έσχατης προδοσίας!... Δημόσιοι κατήγοροι διορίζονται ο δεσπότης της Άρτας
Πορφύριος, ο στρατηγός Ν. Στορνάρης, ό Πάνος Γαλάνης, ο Τάτσης Μαγγίνας και ο
Σωτήρης Γιώτης, όλοι φίλοι και όργανα του Μαυροκορδάτου.
Την 1η Απριλίου αρχίζει η δίκη του Καραϊσκάκη στο
Αντελικό (Αιτωλικό) της Δυτικής Ρούμελης. Ήταν Μεγάλη Δευτέρα. Γεμάτη η
κωμόπολη από καπεταναίους και παλληκάρια που τους μάζεψε εκεί ο Μαυροκορδάτος «δια την κατοχύρωσιν του νόμου και της
τάξεως». Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Ψίθυροι, κουβέντες και φωνές
εναντίον του «προδότη» ή υπέρ του
ήρωα, θύματος τρομερής συκοφαντίας. «Αρματωμένοι
σαν αστακοί όλοι τους, ερεθισμένοι και περίεργοι, οι κριτάδες κι ο
κατηγορούμενος, οι φρουρούντες και οι φρουρούμενοι και το ακροατήριο της
δίκης», γράφει ο Ηλ. Π απαστεριόπο
υ λ ο ς. Το «Κριτήριον»
(Στρατοδικείο) συνεδρίασε στην εκκλησία της
Παναγίας του Αντελικού. Οι στρατοδίκες και οι κυβερνητικοί επίτροποι
κατέλαβαν τις θέσεις τους έγκαιρα. Ο Πορφύριος είχε καταλάβει το μητροπολιτικό
θρόνο. Οι άλλοι στρατοδίκες κάθονταν στα στασίδια ή και κατάχαμα στο δάπεδο.
Σε μια στιγμή φάνηκε κι ο κατηγορούμενος, ο κατοπινός απαράμιλλος
στρατάρχης της Ρούμελης, ο Αχιλλέας της
Ρωμιοσύνης, όπως τον είπε ο Κωστής Παλαμάς, ο Καραϊσκάκης.
Χλωμός απ’ τη φθίση, λιπόσαρκος και φεγγερός στο
κατάμαυρο πρόσωπό του με τα γυαλιστερά μηλίγγια, με βαθουλωμένα κι αστραφτερά απ’ τον πυρετό και την
έμφυτη εξυπνάδα ολόμαυρα γλυκά του μάτια, με πιστόλες και μαχαίρια στο βαρύ του
σελάχι, στάθηκε στη μέση της εκκλησιάς, αφού πρώτα έκανε ένα γύρο, φίλησε τις
άγιες εικόνες, έκανε σιωπηλά την προσευχή του κι είπε στο δεσπότη:
- Την ευχή
σου!
Ύστερα ρώτησε τους κριτές του:
- Πέστε
μου, ορθός θα σταθώ ή θα καθίσω;
- Κάθησε,
του είπε ο δεσπότης, διότι είσαι ασθενής.
«Του έφεραν και εν προσκέφαλον, διότι το έδαφος ήτον πλάκες μάρμαρα, να μη
βλαφθή από το ψύχος», λέει ο Κασομούλης, που εκτελούσε εκείνη την
ήμερα και χρέη γραμματέα του δικαστηρίου και πρακτικογράφου, κύρια πηγή του χρονικού.
Ο δεσπότης απήγγειλε το κατηγορητήριο και είπε: «Καραϊσκάκη, η πατρίς εσχάτως, λαβούσα υποψίαν από τα κινήματά σου,
έχουσα και διδόμενα από μερικούς σου ανταποκρίσεις, σήμερον σε προσκάλεσεν εις
το κριτήριον. Καραϊσκάκη, αφού με τόσας ανδραγαθίας εδόξασες τον εαυτόν σου και
η πατρίς σε αντάμειψεν αναλόγως της υπολήψεώς σου, εφάνης αχάριστος
εσχάτως... Τι απολογίαν έχεις εις όλας αυτάς τας κατηγορίας;».
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: «Απ’ όσα με κατηγορούν
καμίαν είδησιν δεν έχω. Του Βασιλαδιού το κίνημα είναι απλούν και θέλησα να
εκδικηθώ εκείνους οπού έδειραν τον άνθρωπόν μου... Εκείνα στοχάσθηκα να κάμω
εις την ώρα του θυμού μου, το έκαμα. ...Τον Βουλπιώτη εγώ δεν τον έστειλα.
Επήγεν δια δουλειά του. Μόνος του με εζήτησεν εν διαβατήριον... Ηξεύρων όμως
τον εαυτόν μου αθώον και από αυτήν την κατηγορίαν, το κριτήριον ας εξετάσει τον
Βουλπιώτην και εγώ, ό,τι κι αν πάθω από τας μαρτυρίας εκείνου, και τον θάνατον,
και το παλούκι, το δέχομαι με ευχαρίστησιν. Λόγια δεν ηξεύρω να είπα εις
κανέναν πρωτύτερα».
Βγάζει ο πρόεδρος του Στρατοδικείου απ’ τη
δικογραφία μια κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Γιάννη Σούντζιου, που έλεγε ότι
μια μέρα ο Καραϊσκάκης είπε στα σπίτι του ίδιου: «Που θα πάνε; Εγώ και στον Ομέρ πασά έγραψα και στην Πάτρα και στη
Ναύπακτο και στο Μεσολόγγι. Θα το πάρ' ο διάολος άλλ’ εκστρατεία αυτοί δε θα
κάνουν για την Άρτα». Και έβρισε ύστερα όλους
τους καπεταναίους». Παρουσιάστηκε και προσωπικά ο έπαρχος Σούτζιος και τα
εβεβαίωσε.
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: «Εγώ, μωρέ, σου τα είπα εσένα;»
- Μάλιστα, είπε ο «μάρτυρας».
ΣΤΟΡΝΑΡΗΣ: «Κύριοι κριταί, αν έχομεν άλλα διδόμενα θετικά να καταδικάσωμεν τον
άνθρωπον, καλώς- ει δε με λόγια όπου είπεν, είναι αληθινόν ότι μπορεί να είπεν,
και περισσότερα ίσως εις ημάς. Μ’ όλον τούτο ο Καραϊσκάκης συνηθίζει να λέγει
λόγια πολλά. Τον ηξεύρομεν. Τώρα να ιδούμε αν είναι πράξεις».
ΛΙΑΚΑΤΑΣ: «Ακόμη δεν τελείωσεν η κρίσις, κύριοι, ειδέ, έως αύριον πόσες μαρτυρίες
θέλουν έβγει; Πρώτη μέρα είναι αυτή».
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: «Αν βάλετε θεμέλια εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλυτώνω.
Πλην ποτέ έργον δεν έκαμα».
ΓΑΛΑΝΗΣ ΜΕΓΑΠΑΝΟΣ (Στρατοδίκης): «Βρε, ηξεύρομεν, Καραϊσκάκη, όπου λέγεις
όλο λόγια μα γιατί να τα λέγεις έτζι;».
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: «Το έχω χούι, κυρ-Πάνο».
ΜΕΓΑΠΑΝΟΣ: «Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι ενώ είσαι πενήντα χρόνων;».
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: «Αμ' δε μπορώ να το κόψω τώρα, κυρ-Πάνο. Κι εσύ κυρ-Πάνο είσαι ογδόντα
χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γ…είς και δεν μ’ ακούς».
Κι ο γραφικός Κασομούλης γράφει: «Τούτο λέγοντας ο Καραϊσκάκης, εκτύπησαν τα
γέλια όλοι, και οι κριταί και ο λαός, και πήγαν πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς
και εγώ ο ίδιος».
ΣΤΟΡΝΑΡΗΣ: «Αφήσατέ το σήμερον. Το καταντήσαμεν Τζιορτζίνα (δηλαδή σκηνή γελοιώδη)
το κριτήριον».
Κι έτσι διαλύθηκαν. Οι καραϊσκακικοί άρχισαν να
φωνάζουν μ’ ενθουσιασμό, άλλος ότι αθωώθηκε, άλλος ότι αποκρίθηκε εξαίρετα κι
αποστόμωσε τους δικαστές του, άλλος παίνευε το παρουσιαστικό του, άλλος την
ετοιμολογία του, άλλος τ’ αστεία του. Ένας είπε: «Μωρέ πού μεταγίνεται άλλος
τέτοιος π....ράς;»
Την άλλη μέρα, 2 Απριλίου, ύστερα από ένα διαβούλιο πολιτικών και
στρατιωτικών, αντιπάλων του Καραϊσκάκη, ο Μαυροκορδάτος τους καταφέρνει να
υπογράψουν μια προκήρυξη που είχε ετοιμάσει από πριν, βγάζοντας προδότη τον
υπέροχο αγωνιστή, αλλ’ υποκριτικά απευθυνόμενος «Προς τους στρατιωτικούς και πολιτικούς αρχηγούς της Δυτικής Ελλάδος
και προς πάντας τους Έλληνας», έγραφε στο τέλος: «Σεις δε, αδελφοί, ειδοποιείσθε δια του παρόντος, ότι ο Καραϊσκάκης
είναι διωγμένος από την πατρίδα, και δεν έχει καμίαν εξουσίαν παρά της
Διοικήσεως, μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας. Όσοι
δε απατηθέντες ηκολούθησαν αυτόν, προσκαλούνται να γυρίσουν εις τα οπίσω και να
ενωθούν με τους αρχηγούς, τους υπερασπιστάς της πατρίδος πάντες δε οι λοιποί
Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως
εχθρόν, εν όσω να μετανοήσει και προσπέσει εις το έλεος του έθνους και ζητήσει
συγχώρησιν».
Κι αύτη την άδικη, την ψεύτικη διακήρυξη, εκτός απ' τον ίδιο το συντάκτη
της την προσυπέγραψαν και οι στρατηγοί Νότης Μπότσαρης, Ν. Στορνάρης, Γ.
Τσιόγκας, Δ. Σκαλτσάς, Σ. Σκαλτσάς, Α. Βλαχόπουλος, Δ. Μακρής και Γ.
Γιολδάσης, οι χιλίαρχοι Γρ. Λιακατάς, Α. Καραγιάννης, Σ. Κατσαρός κι οι
καπετάνιοι Κ. Βλαχόπουλος και Γ. Σουλτάνης. Κι ο Κων. Παπαρρηγόπουλος γράφει δίκαια: «Η προκήρυξις αύτη δεν είναι απόφασις δικαστηρίου αλλά πράξις καθαρώς
διοικητική, ης το περιεχόμενον κατ’ ουδένα δύναται να θεωρηθή ως δικαστική και
ιστορική εξέλεγξις και απόδειξις της περί εσχάτης προδοσίας ενοχής του Γεωργίου
Καραϊσκάκη». Ουσιαστικά η απόφαση ήτανε μια καταδίκη του «Γύφτου» σε ισόβια εξορία, σε αειφυγία.
Βαριά άρρωστος ζήτησε προθεσμία 5-6 ημερών για να
συνέλθει. Του το αρνήθηκαν. Έπρεπε σε 48 ώρες να εξαφανιστεί απ’ το Αιτωλικό.
Αυτός όμως την άλλη μέρα, 3 Απριλίου, μάζεψε τα παλληκάρια του κι έφυγε για τ’
Άγραφα για να γίνει σε λίγον καιρό ο Αρχιστράτηγος του Αγώνα, ο νικητής της
Αράχωβας και του Δίστομου, ο ομηρικός ήρωας της Ρούμελης και της Αθήνας, ο
μέγιστος, ο κράτιστος και ο Πρώτος. Αυτός που όταν μετά έντεκα χρόνια από τότε,
στις 22 Απριλίου τού 1835, έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του από τη Σαλαμίνα
για να ενταφιασθεί η ιερή λάρνακα στο Νέο Φάληρο, όπου σήμερα και το ομώνυμο
γήπεδο-στάδιο Καραϊσκάκη, ένας από τους πατριώτες ποιητές της εποχής, ο Π α ν α
γ ι ώ τ η ς Σούτσος θρηνούσε:
«Τ’ όνομά σου πολλούς χρόνους εις τα χείλη μας θα τρέχει και εις των μικρών
την στέγην θα τιμάται ως Θεός, και πενήντ’
ακόμη χρόνους άλλην ύλην δεν θα έχει ομιλίας ο λαός».
Αλλά μόνον πενήντα; αυτός πέρασε
πια στην αιωνιότητα!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γ. Γαζή: «Βιογραφία Μπότσαρη και Καραϊσκάκη»,
Αίγινα, 1828.
2. Κων. Παπαρρηγοπούλου:
«Γεώργιος Καραϊσκάκης» εκδ. Β',
Κωνσταντινούπολις, 1909.
3. Δημ. Αινιάνος: «Η βιογραφία του στρατηγού Καραϊσκάκη», εκδ. β',
Αθήναι, 1903.
4. Νικ. Κασομούλη: «Ενθυμήματα Στρατιωτικά», Αθήναι,
1940.
5. Γ. Μακρυγιάννη: «Απομνημονεύματα»,
εκδ. β,' Αθήνα, 1947.
6. Γ. Βλαχογιάννη: «Καραϊσκάκης», βιογραφική αρχειακή μελέτη, Αθήνα,
1947.
7. Γ. Φίνλεΰ: «Ιστορία της Ελλην.
Επαναστάσεως», Αθήναι, 1954.
8. Δ η μ. Φωτιάδη: «Καραϊσκάκης», Αθήνα, 1956 .
9. Κ. Δ. Αβραάμ:» «Ρουμελιώτες
Αγωνιστές του 21», Καραϊσκάκης, Γ ', Αθήνα, 1957.
10. Ηλ.
Παπαστεριοπούλου: «Η δίκη του Καραϊσκάκη», Αθήνα, 1961,
κ.ά.
Πηγή: Περιοδικό «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», Μάιος 1975,
κατόπιν αδείας του εκδότη της Ηλία Ασημακόπουλου
κατόπιν αδείας του εκδότη της Ηλία Ασημακόπουλου
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου