TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

"Στάση Κοτρώνι"

«ΣΤΑΣΗ ΚΟΤΡΩΝΙ»

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Πηγή φωτο: https://www.google.com/search?q=%CF%80%CE%

 

Μπήκε ο Θεριστής. Οι άνθρωποι ετοίμαζαν τα δερπάνια για το θέρο. Ο Φώτης όμως κάθονταν στ’ αγνάντιο και κοίταζε την πόλη, που είχε το μεγάλο σχολείο. Δυο χρόνια τον βασάνιζε η ιδέα να πάει στο Γυμνάσιο και τώρα που ζύγωνε η κρίσιμη μέρα των εξετάσεων, όλα δυσκόλευαν.

Ο πατέρας του έλεγε, δεν θ’ αφήσουμε το γάμο να πάμε για πουρνάρια!

Όλοι του αναγνώριζαν πως τα ‘παιρνε τα γράμματα κι έκοβε η γκλάβα του, όμως τους φαίνονταν πολυτέλεια κάτι τέτοιο.

-     Ας πάει το παιδί να δώκει εξετάσεις, είπε ο παππούς, πηγαίνοντας κόντρα σε όλους.

-     Και ποιος θα το πάει; ρώτησε η μάνα του.

  Θα πάει μαναχό τ’, είπε ο παππούς, είναι κοτζάμ παιδί.

Ο Φώτης που μπήκε στα δώδεκα δεν ένιωθε ούτε μεγάλος ούτε μικρός, αλλά καταλάβαινε πως αν ήθελε να πραγματοποιήσει το όνειρό του έπρεπε να κάνει κάτι μεγαλύτερο απ’ το μπόι του.

Τη Δευτέρα το πρωί, πριν να φέξει καλά – καλά , μπήκε στο χωριό κορνάροντας το λεωφορείο. Στην πλατεία ήταν μαζεμένοι πολλοί, άλλοι πήγαιναν στην πόλη να πουλήσουν μικρά αρνιά, άλλοι κοκόρια και μια γιαγιά που πήγαινε στο γιατρό. Ο Φώτης που δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα έφτασε στην πλατεία κρατώντας το χέρι του παππού. Στο άλλο κράταγε τα μολύβια του και στον ώμο είχε ένα μικρό ντορβά με λίγο ψωμοτύρι και δυο αυγά βραστά.

Ο παππούς του έβαλε στην παλάμη ένα τάλιρο, τον χάιδεψε στο κεφάλι και του είπε: Κοίταξε να μη μας αντροπιάσεις! Ο Φώτης με δυσκολία συγκράτησε τα δάκρυά του και πήρε όλη την ευθύνη και για τον εαυτό του και για όλη την οικογένεια!

   Όταν μπήκαν στο λεωφορείο και στρογγυλοκάθισαν όλοι άρχισαν να μιλάνε μεγαλόφωνα, να χαχανίζουν, ν’ ανάβουν τα τσιμπούκια και να στρίβουν τα τσιγάρα τους.

Ο Φώτης κρύφτηκε σε μια γωνιά αμίλητος και κοιτούσε τις επιγραφές που έγραφαν με κεφαλαία γράμματα, «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ», «ΜΗ ΒΛΑΣΦΗΜΕΙΤΕ ΤΑ ΘΕΙΑ».

Η μυρουδιά του καπνού και της βενζίνης του ανακάτεψαν τα μέσα του κι έτσι έγειρε και λαγοκοιμήθηκε.

Μετά από ώρα ακούστηκε η δυνατή φωνή του εισπράκτορα: «Στάση Κοτρώνι».

Στο τέλος του καλοκαιριού βγήκαν τ’ αποτελέσματα κι ο Φώτης γράφτηκε στο Γυμνάσιο. Ο πατέρας του φόρτωσε τότε στο μουλάρι ένα σπαστό εγγλέζικο κρεβάτι, μια φλοκάτη, λίγα τρόφιμα τραχανάδες και χυλοπίτες και πήγε να του νοικιάσει κάποιο κατάλυμα. Βρήκε ένα φτηνό παραγκί με τσίγκια, που περισσότερο έμοιαζε με κοτέτσι παρά με δωμάτιο!

Τίποτα όμως δεν αποθάρρυνε το Φώτη που κοιτούσε μόνο το σκοπό του να μάθει γράμματα και να σπουδάσει.

Η Αθανασία, η σπιτονοικοκυρά του, τον μάλωνε να διαβάζει τη μέρα και να μην καίει το ρεύμα, όπως έλεγε, όλη τη νύχτα. Είχε όμως καλή ψυχή, παλαιοημερολογίτισσα ήταν, κι όταν έβραζε φασόλια ή ρεβίθια την Παρασκευή του  έδινε μια καραβάνα. Ο Φώτης χόρταινε την πείνα του και ξέχναγε τη γκρίνια της.

Ένα πρωί που κίνησε για το σχολείο ο Φώτης έπεσε στο σοκάκι πρόσωπο με πρόσωπο με μια κοπέλα. Μελαχρινή ήταν με σπινθηροβόλα γαλανά μάτια, μακριά μαύρα μαλλιά και άσπρη κορδέλα. Έλαμπε μέσα στη γαλάζια ποδιά με τον άσπρο γιακά.

 -      Εδώ μένεις; τη ρώτησε ο Φώτης

 -      Ναι, απάντησε αμήχανα και ντροπαλά και κοκκίνισαν πλιότερο τα κόκκινα μάγουλά της.

 -     Και πώς σε λένε

 -     Βασιλική του αποκρίθηκε και γόργεψε το βήμα της

Εγώ είμαι ο Φώτης πρόφτασε να της πει κι έμεινε εκεί αποσβωλομένος. Του φάνηκε τόσο μελωδικό το όνομά της, Βα-σι-λι-κή, σαν το κελαριστό νεράκι της βρύσης στο χωριό.

Με τη σκέψη της πέρασε ο χειμώνας και μπήκε η άνοιξη. Γιόμισαν λουλούδια και μυρουδιές οι αυλές, γιόμισαν με παιδικές φωνές οι αλάνες και τα σοκάκια. Στο πανηγύρι του Αγίου Κων/νου, που κράταγε μια βδομάδα, έστησαν στη μεγάλη αλάνα κούνιες και παιγνίδια. Κάθε απόγευμα ήταν όλοι εκεί αγόρια και κορίτσια.

 -     Λούνα-παρκ το λένε του είπε η Βασιλική

 -      Θέλεις ν’ ανεβούμε στις βαρκούλες πρότεινε ο Φώτης

 -     Θέλω είπε εκείνη και χαμογέλασε.

Ο Φώτης τραβούσε με δύναμη το σκοινί να φτάσουν ψηλά μέχρι τα σύννεφα κι εκείνη όλο γελούσε. Η χαρά τους ήταν απέραντη σαν τον ξάστερο ουρανό.

Την άλλη μέρα βρέθηκαν στην αυλή της κυρα-Αθανασίας και πιάσανε κουβέντα.

Κάποια στιγμή έβγαλε απ’ την τσέπη της ένα τριανταφυλλί μαντηλάκι, ποτισμένο με κολόνια και του το ‘δωσε.

 -     Πάρ’ το να με θυμάσαι.

Μες την αμηχανία του ο Φώτης έκοψε ένα κόκκινο γαρούφαλλο απ’ τη γλάστρα, της το πρόσφερε και κάνοντας τολμηρό βήμα τη φίλησε στο ροδαλό μάγουλό της.

 -      Θα φύγουμε του είπε θα πάμε στην Αθήνα είπαν οι γονείς μου. Δεν θα ξανάρθω το φθινόπωρο είπε και βράχνιασε η φωνή της.

Σε λίγες μέρες τελείωσε το σχολείο. Πήγαν μαζί στη «Στάση Κοτρώνι» , περιμένοντας το λεωφορείο, που σε λίγο έφτασε να πάρει ότι πολυτιμότερο είχε ο Φώτης, το Βασιλικό του.

Απ’ το χνωτισμένο παράθυρο τον χαιρέτησε για στερνή φορά, κάνοντας μια μικρή καρδούλα στο τζάμι.

Ξαφνικά άδειασε ο τόπος, χάθηκε το γέλιο της Βασιλικής. Από τότε δεν την ξαναείδε…

Μια άγουρη αγάπη κι ένας ανεκπλήρωτος πόθος έμειναν για πάντα μια γλυκιά ανάμνηση.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: