Το κέρασμα
Λαογραφικά
σημειώματα του Χρήστου Τούμπουρου
«Ποιο κρούν’κο έφαγε τα γλυκά που
είχα να κεράσω μεθαύριο στη γιορτή; Ποιοι σιαταναραίοι κυκλοφορούν εδώ πέρα; Θα
τους κόψω τον καρδυλάγγο». Από τα πολύ μεγάλα κατορθώματά μας. Συνήθως
παραμονές γιορτών. Ετοιμάζονταν οι νοικοκυρές για το γιορτάσιο. Έφτιαχναν τα
γλυκά τους, τα έβαζαν στο ντουλάπι και περίμεναν ήσυχες ήσυχες την ημέρα της
γιορτής. Περίμεναν αυτές; Περίμεναν και οι «σιαϊτάνηδες» στην γωνία. Αμ, δε.
Μόλις έφευγε η μάνα για δουλειές ή πήγαινε τις κατσίκες για βοσκή γινόταν «το
ντου από παντού» και «έπεφτε ο περονόσπορος» στο σπίτι. Δεν αφήναμε τίποτε.
Έχουν σκούξει, πάμπολλες φορές οι μανάδες γιατί είχαμε αφαιμάξει γλυκά για γλυκά.
Είχαμε και αναπτυγμένη την κοινωνική συνείδηση.
Ποτέ μόνοι μας. Ποτέ μοναχοφάηδες. Πάντοτε από κοινού με τους φίλους που
γινόντουσαν συνδαιτυμόνες. Μαζί καταστρώναμε τα σχέδια, κάποιος θα παραφύλαγε
για να κάνουμε εμείς το ντου στο σπιτικό μας. Το φαγοπότι γινόταν αλλού, έξω
και μακριά από το κονάκι μας, γιατί η επ’ αυτοφώρω σύλληψη θα ήταν οπωσδήποτε
οδυνηρά. Κι έτσι μακριά. Αλάργα… Και είχαν κάτι χέρια οι μανάδες, αργασμένα απ’
το τσαπί, άστα να πάνε. Αν έτρωγες φούσκο νόμιζες πως σε βάρεσαν με πατωσάνιδα… Από το κέρασμα λοιπόν παίρναμε το μερτικό μας. Η προσφορά γλυκίσματος από τον οικοδεσπότη στον επισκέπτη. Και επισκέψεις γινόντουσαν συνήθως σε γιορτές. «Έχουμε πολλά γιορτάσια μεθαύριο. Θα μπλετσκώσουμε από τα κεράσματα». Το αναμέναμε, όχι μόνο εμείς τα παιδούρια, αλλά και οι μεγάλοι. Γι’ αυτό παρακαλούσαν το κέρασμα να μην είναι κάτι υγρής μορφής με σιρόπια κλπ, για να μπορούν να το τυλίγουν στο χαρτί (χαρτοπετσέτα δεν υπήρχε) να το βάζουν στην τσέπη για… αύριο ή και μεθαύριο. Και για τότε θα φέξει η μέρα… Και βέβαια όλοι «διαβαίναμαν αρβάλ’, δεν αφήναμε κανένα πίτι όσο μακριά κι αν ήταν από το χωριό, όλα τα σπίτια που είχαν γιορτάσιο».
Σπουδαίο κέρασμα, σπάνιο της εποχής ήταν η πληρωμή του λογαριασμού ενός φίλου ή όλης της συντροφιάς των ποτών στο καφενείο. Και τούτο όχι μόνο γιατί δεν υπήρχε σε πολλούς τέτοια δυνατότητα, αλλά οι περισσότεροι δεν θα το δεχόντουσαν. Θέμα αξιοπρέπειας ή αντικειμενικής πραγματικότητας, όπως και να το πει κάποιος, έτσι ήταν. Υπήρχαν βέβαια και οι αμακαδόροι. Αυτοί που έλεγαν καλημέρα εφόσον προσδοκούσαν κέρασμα. Μάλιστα ήταν χαρακτηριστική η αποστροφή ενός τέτοιου. «Δεν πίνετε, δεν πίνετε. Δικαίωμά σας. Δεν κερνάτε όμως κι αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα».
Το κέρασμα λοιπόν ήταν τότε μεγάλη υπόθεση. Εκδήλωση εκτίμησης, συμπάθειας και αλληλοσεβασμού. Υπήρχαν, όπως προείπαμε και οι αμακαδόροι, οι συστηματικοί και εξειδικευμένοι τζαμπατζήδες. Και τότε, αλλά και τώρα. Είναι αυτοί που θα κάνουν τον καλό, τον τίμιο, τον φίλο, τον ορμηνευτή, τον προστάτη αλλά και τον διορθωτή. Το κέρασμα συνεπώς και η ζητιανιά του είναι διαχρονικό φαινόμενο. Και τότε και τώρα πολλοί κωλοτουμπίζουν γι ένα κέρασμα. Γαυγίζουν, εκβιάζουν, θερμοπαρακαλούν, ανοηταίνουν, για το τσίπουρο, για μια Ελένη, ένα πουκάμισο αδειανό…
Πάντως για τους αμακαδόρους της εποχής, για αυτούς που γονυπετούν για το κέρασμα ο λαός με τη θυμοσοφία του προειδοποιεί. "Κουφού καμπάνα κι αν βαράς, νεκρό κι αν θυμιατίζεις και αμακαδόρο αν κερνάς, όλα χαμένα πάνε". Οι αμακαδόροι, πώς να το κάνουμε; Δεν έχουν ίσιο κρέας. Μακριά…
Χρήστος Τούμπουρος
Συγγραφέας-ερευνητής
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου